Σάββατο 30 Απριλίου 2011

ΣΤΗΛΕΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ....ΟΒΕΛΙΣΚΟΙ..[ΜΕΡΟΣ Γ΄]


Συγγραφή : Μαρίνης Βασίλειος
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη
 «Στήλες και Οβελίσκοι»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12452>

Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν από τους Ρωμαίους την πρακτική να υψώνουν τιμητικές στήλες χωρίς δομική χρήση. Ο κύριος προορισμός τέτοιων στηλών ήταν η μνημόνευση ενός προσώπου (συνήθως αυτοκράτορα) ή ενός γεγονότος (συνήθως μιας νίκης επί εχθρών). Τέτοιες στήλες σώζονται στην Κωνσταντινούπολη, ορισμένες αποσπασματικά. Χοντρικά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: α) μονολιθικοί κίονες με βάση και κιονόκρανο, που υποβαστάζουν το άγαλμα του τιμώμενου προσώπου (όπως η στήλη του Μαρκιανού), β) ιστορημένες στήλες, εμπνευσμένες από τη στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη, οι οποίες αποτελούνταν από σπονδύλους που εδράζονταν σε μια βάση και υποβάσταζαν ένα κιονόκρανο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα άγαλμα (στήλες του Θεοδοσίου Α΄ και του Αρκαδίου). Η συνήθεια εγκαταλείφθηκε μετά τον 6ο αιώνα. Αναβίωσε εκ νέου το 13ο αιώνα με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, που τοποθέτησε έναν κίονα με το άγαλμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.1 Η τοποθέτηση οβελίσκων, οι οποίοι μεταφέρονταν συνήθως από την Αίγυπτο, επίσης συνέχιζε μια ρωμαϊκή πρακτική. Ένας τέτοιος οβελίσκος, που πήρε την ονομασία του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, κοσμούσε τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ένας άλλος, γνωστός ως Κτιστός οβελίσκος, κατασκευάστηκε από λαξευμένους λίθους κοντά στον πρώτο.
Το φόρο του Κωνσταντίνου βρισκόταν επί της Μέσης οδού, ακριβώς έξω από τα αρχαία τείχη του Βυζαντίου.2 Στο κέντρο υπήρχε ένας κίονας, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, με την ονομασία Çemberlitaş (δηλ. «η κολόνα με τα τσέρκια», εξαιτίας των μεταλλικών στεφάνων που κρατούν ενωμένους τους δακτυλίους της στήλης). Ο κορμός του κίονα αποτελείται από επτά δακτυλίους από πορφυρίτη. Αρχικά η στήλη επιστεφόταν με κορινθιακό κιονόκρανο πάνω στο οποίο έστεκε ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως Απόλλωνα/Ήλιου, εστεμμένου με ακτινωτό στέμμα.3 Το άγαλμα κατέρρευσε το έτος 1106. Επί Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) τοποθετήθηκε στη θέση του ένας σταυρός, ενώ την ίδια εκείνη περίοδο το κορινθιακό κιονόκρανο αντικαταστάθηκε με το κοινό για την εποχή τεκτονικό, το οποίο φέρει μία επιγραφή που μνημονεύει την αναστήλωση του Μανουήλ.4 Μία μεταγενέστερη κτιστή βάση καλύπτει σήμερα το κατώτερο τμήμα του κίονα. Στη βάση της στήλης υπήρχε ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον άγιο Κωνσταντίνο.5
Η στήλη αυτή, που είχε στηθεί προς τιμήν του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457), βρίσκεται στον τέταρτο λόφο της πόλης, στο σημείο όπου θα βρισκόταν η βορειοδυτική διακλάδωση της Μέσης.6 Σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η λατινική επιγραφή στη βάση της στήλης μαρτυρά ότι ανυψώθηκε από τον Τατιανό, που υπηρέτησε ως έπαρχος πόλεως από το 450 έως το 452.7 Η ίδια η στήλη έφτανε σε ύψος περίπου τα 10 μ., είναι από γρανίτη και επιστέφεται με ένα κομμένο κορινθιακό κιονόκρανο που φέρει κυβολιθικό επίκρανο με αετούς στις τέσσερις γωνίες. Η στήλη υποβάσταζε αρχικά ένα άγαλμα του Μαρκιανού. Η βάση της κοσμείται στην ανατολική και δυτική πλευρά με ένα χριστόγραμμα εγγεγραμμένο σε ένα στεφάνι και στη νότια πλευρά με ένα σταυρό μέσα σε ένα στεφάνι. Στη βόρεια πλευρά έχει χαραχτεί μία αναθηματική επιγραφή μαζί με δύο Νίκες που φέρουν ασπίδα. Έτσι ερμηνεύεται και η τουρκική ονομασία της στήλης, Kıztaşı (δηλ. «η κολόνα με τις κόρες»).
Η Ευδοξία (†404) ήταν η σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου και είναι περισσότερο γνωστή για τη διαμάχη της με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, η οποία και οδήγησε στην εξορία του δεύτερου. Προς τιμήν της ο ύπατος Σιμπλίκιος ύψωσε το 403 έναν κίονα στη βορειοανατολική πλευρά του Αυγουσταίου.8 Ο κορμός της στήλης ήταν κατασκευασμένος από πορφυρίτη και επιστεφόταν με ένα συμπαγές ασημένιο άγαλμα της αυτοκράτειρας. Η βάση της στήλης αποκαλύφθηκε το 1848. Φέρει δύο επιγραφές, ένα τετράστιχο στα ελληνικά κι ένα δίστιχο στα λατινικά.9
Αυτό το μνημείο βρίσκεται στον εξωτερικό κήπο του ανακτόρου του Topkapı.10 Η μονολιθική στήλη ύψους 15 μέτρων από μάρμαρο εδράζεται σε ένα ψηλό βάθρο και επιστέφεται με κορινθιακό κιονόκρανο. Η λατινική επιγραφή μαρτυρά ότι υψώθηκε σε ανάμνηση μιας επιτυχούς εκστρατείας εναντίον των Γότθων, εξ ου και η σύγχρονη ονομασία της.11 Η άλλη πλευρά φέρει ένα σταυρό με την επιγραφή IC XC NIKA. Η χρονολόγηση αυτής της στήλης είναι αβέβαιη. Έχει αποδοθεί στον Κλαύδιο Β΄, τον Κωνσταντίνο Α΄ και το Θεοδόσιο Α΄.
Η στήλη αυτή στήθηκε στο φόρο του Ταύρου (γνωστό και ως φόρο του Θεοδοσίου) κατά τον ύστερο 4ο αιώνα.12 Σε μίμηση των στηλών του Τραϊανού και του Μάρκου Αυρήλιου στη Ρώμη, ο κορμός ήταν διακοσμημένος με χαμηλό ανάγλυφο οργανωμένο σε μια σπειροειδή ζωφόρο, όπου απεικονίζονταν οι θρίαμβοι του Θεοδοσίου επί των βαρβάρων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η στήλη ήταν κοίλη, με εσωτερική κλίμακα που οδηγούσε στην κορυφή της. Επιστεφόταν με ένα ασημένιο άγαλμα του Θεοδοσίου Α΄, το οποίο έπεσε το έτος 480 εξαιτίας ενός σεισμού. Τον ύστερο 15ο αιώνα ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ κατέστρεψε τη στήλη. Θραύσματά της, που απεικονίζουν κυρίως Ρωμαίους στρατιώτες να παρελαύνουν, έχουν μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης είτε έχουν χρησιμοποιηθεί ως δομικά υλικά για το Beyazıt. Τα ερείπια του φόρου του Ταύρου, όπου στεκόταν η στήλη, έχουν αποκαλυφθεί στη σημερινή περιοχή του Beyazıt.
Το φόρο του Αρκαδίου βρισκόταν στον έβδομο λόφο (Ξηρόλοφο) και περιλάμβανε μια μνημειακή ιστορημένη στήλη την οποία τοποθέτησε στο χώρο ο αυτοκράτορας το έτος 402 προς τιμήν του πατέρα του Θεοδοσίου Α΄.13 Η διακόσμηση του κορμού, χαμηλό ανάγλυφο σε σπειροειδή διάταξη, απεικονίζει τους αυτοκρατορικούς θριάμβους επί των βαρβάρων και ήταν ανάλογη με το διάκοσμο της στήλης του Θεοδοσίου· κατά βάθος πάντως ακολουθούσε ρωμαϊκά πρότυπα, όπως για παράδειγμα τη στήλη του Τραϊανού. Η στήλη του Αρκαδίου διέθετε κι αυτή εσωτερική κλίμακα που οδηγούσε στην κορυφή. Συνολικά το μνημείο θα πρέπει να έφτανε τα 50 μ. σε ύψος. Η βάση (9 μ. ύψος και 6 μ. πλάτος) ήταν διακοσμημένη με γλυπτά στις τρεις πλευρές, τα οποία απεικόνιζαν τους αυτοκράτορες Αρκάδιο και Ονώριο να συμμετέχουν σε τελετές που υπογράμμιζαν το αυτοκρατορικό μεγαλείο:14 στην ανατολική πλευρά οι αυτοκράτορες επευφημούνται από τις συγκλήτους της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης· στη δυτική πλευρά βάρβαροι στρατιώτες ταπεινώνονται μπροστά σε ένα ρωμαϊκό τρόπαιο και, τέλος, στη νότια πλευρά ξένοι πρεσβευτές φέρουν δώρα. Το 421 ο Θεοδόσιος Β΄ τοποθέτησε στην κορυφή της στήλης ένα άγαλμα που παρίστανε τον Αρκάδιο, το οποίο σωζόταν μέχρι το σεισμό του 740. Ο κορμός της στήλης κατεδαφίστηκε το 1719, αφού προηγουμένως είχε καταστραφεί από ένα σεισμό. Σήμερα, σώζεται επιτόπου μόνο η βάση της στήλης, που έχει υποστεί εκτεταμένες παραμορφώσεις από πυρκαγιές. Σπαράγματα των σπονδύλων διατηρούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Δύο οβελίσκοι κοσμούσαν τη σπίνα (spina, δηλ. το φράγμα που χώριζε κατά μήκος την αρένα σε δύο μέρη) στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, εκ των οποίων ο ένας έφερε το όνομα του Θεοδοσίου Α΄ και ο άλλος είναι γνωστός ως Κτιστός οβελίσκος αλλά και ως οβελίσκος του Πορφυρογέννητου.
Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου ήταν στην πραγματικότητα ο αιγυπτιακός οβελίσκος του Τούθμωση Γ΄ (1490-1436 π.Χ.), ο οποίος είχε τοποθετηθεί σε μία ανάγλυφη βάση που ανάγεται στο 390. Ο οβελίσκος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη πιθανόν την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ και υψώθηκε στον Ιππόδρομο επί βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄. Η ανάγλυφη βάση είναι ένα από από τα πιο σημαντικά κοσμικά μνημεία που σώζονται στην πόλη.15 Αν και τα ανάγλυφα σήμερα είναι πολύ διαβρωμένα, οι παραστάσεις παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τους αγώνες, το ρόλο του αυτοκράτορα και τη διασκέδαση στον Ιππόδρομο κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Στο κατώτερο τμήμα του απεικονίζεται η ύψωση του οβελίσκου, που προφανώς εκλαμβανόταν ως σημαντικό κατόρθωμα,16 καθώς και σκηνές από τους αγώνες των αρματοδρόμων. Σύμφωνα με τις ελληνικές και τις λατινικές επιγραφές στη βάση, ο οβελίσκος υψώθηκε μέσα σε 32 μέρες, όταν έπαρχος ήταν ο Πρόκλος. Ανάγλυφα στις τέσσερις πλευρές καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα της βάσης, απεικονίζοντας τον αυτοκράτορα, την οικογένειά του, αξιωματούχους και στρατιωτικούς, ανθρώπους της πόλης αλλά και άλλους, όπως για παράδειγμα βαρβάρους που φέρουν δώρα.

Ο Κτιστός οβελίσκος, όπως το υποδηλώνει η ονομασία του, δεν είναι ένας αυθεντικός μονολιθικός οβελίσκος αλλά μάλλον μια απομίμηση χτισμένη με ορθογωνισμένους λίθους, ύψους σχεδόν 32 μέτρων.17 Πολύ λίγα μας είναι γνωστά γι’ αυτόν: Υψώθηκε είτε από τον Κωνσταντίνο Α΄ είτε από το Θεοδόσιο Α΄, πιθανώς ως συμπληρωματικός του οβελίσκου του Θεοδοσίου. Το 10ο αιώνα o Κωνσταντίνος Ζ΄ τον κάλυψε με επιχρυσωμένες χάλκινες πλάκες (χαμένες σήμερα), γεγονός που αποτυπώθηκε σε επιγραφή στη βάση του οβελίσκου. Το μνημείο αναστηλώθηκε το 1895-1896.
1. Γι’ αυτό το άγαλμα, βλ. Talbot, A.M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers (1993), σελ. 258-260. Το παρόν λήμμα αφορά μόνο τις σωζόμενες στήλες και τους οβελίσκους. Σχετικά με τις στήλες που δε σώζονται, βλ. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 73-86.
2. Janin, R., Constantinople byzantine: développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 77-80· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 255-257· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988), σελ. 288-301.
3. Αυτή η ερμηνεία του αγάλματος στη στήλη από πορφυρίτη απαντάται συχνά στις βυζαντινές πηγές, ιδίως από τον 8ο αιώνα. Ωστόσο ο Fowden, G., “Constantine’s Porphyry column: The earliest literary allusion”, Journal of Roman Studies 81 (1991), σελ. 125-131, αναλύει διεξοδικά τις πηγές που αφορούν το άγαλμα και δείχνει ότι αυτό δεν προοριζόταν κατ’ ανάγκην να παραστήσει τον αυτοκράτορα ως Ήλιο, αλλά ότι μάλλον επρόκειτο για ένα θρύλο που διαμορφώθηκε μεταξύ του 8ου και του 10ου αιώνα.
4. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
5. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin I: Le Siège Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 296.
6. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 84-85· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 54-55.
7. Για την επιγραφή, βλ. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
8. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 76-77· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 52-53.
9. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 63.
10. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 85-86· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 53.
11. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
12. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 81-82· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 258-265.
13. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 82-84· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 250-253.
14. Grigg, R., “"Symphōnian Aeidō tēs Basileias": An Image of Imperial Harmony on the Base of the Column of Arcadius”, Art Bulletin 59:4 (1977), σελ. 469-482.
15. Bruns, G., Der Obelisk und seine Basis auf dem Hippodrom zu Konstantinopel (Istanbuler Forschungen 7, Istanbul 1935)· Grabar, A., Sculptures byzantines de Constantinople (IVe-Xe siècle) (Paris 1963), σελ. 25-28· Safran, L., “Points of View: The Theodosian Obelisk Base in Context”, Greek, Roman, and Byzantine Studies 34:4 (Winter 1993 [1995]), σελ. 409-435· Kiilerich, Β., The Obelisk Base in Constantinople: Court Art and Imperial Ideology (Rome 1988).
16. Wrede, H., “Zur Errichtung des Theodosiusobelisken in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 16 (1966), σελ. 178-198.
17. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 65, 71· Guberti Bassett, S., “The Antiquities in the Hippodrome of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 45 (1991), σελ. 87-96· Mango, C., “The Palace of Boukoleon”, Cahiers Archéologiques 45 (1997), σελ. 41-

Συγγραφή : Μαρίνης Βασίλειος (1/9/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη
Για παραπομπή: Μαρίνης Βασίλειος , «Στήλες και Οβελίσκοι»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12452>
Columns and Obelisks (7/5/2009 v.1)Στήλες και Οβελίσκοι (21/9/2009 v.1)

Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν από τους Ρωμαίους την πρακτική να υψώνουν τιμητικές στήλες χωρίς δομική χρήση. Ο κύριος προορισμός τέτοιων στηλών ήταν η μνημόνευση ενός προσώπου (συνήθως αυτοκράτορα) ή ενός γεγονότος (συνήθως μιας νίκης επί εχθρών). Τέτοιες στήλες σώζονται στην Κωνσταντινούπολη, ορισμένες αποσπασματικά. Χοντρικά μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες: α) μονολιθικοί κίονες με βάση και κιονόκρανο, που υποβαστάζουν το άγαλμα του τιμώμενου προσώπου (όπως η στήλη του Μαρκιανού), β) ιστορημένες στήλες, εμπνευσμένες από τη στήλη του Τραϊανού στη Ρώμη, οι οποίες αποτελούνταν από σπονδύλους που εδράζονταν σε μια βάση και υποβάσταζαν ένα κιονόκρανο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα άγαλμα (στήλες του Θεοδοσίου Α΄ και του Αρκαδίου). Η συνήθεια εγκαταλείφθηκε μετά τον 6ο αιώνα. Αναβίωσε εκ νέου το 13ο αιώνα με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄, που τοποθέτησε έναν κίονα με το άγαλμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων.1 Η τοποθέτηση οβελίσκων, οι οποίοι μεταφέρονταν συνήθως από την Αίγυπτο, επίσης συνέχιζε μια ρωμαϊκή πρακτική. Ένας τέτοιος οβελίσκος, που πήρε την ονομασία του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, κοσμούσε τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Ένας άλλος, γνωστός ως Κτιστός οβελίσκος, κατασκευάστηκε από λαξευμένους λίθους κοντά στον πρώτο.
Το φόρο του Κωνσταντίνου βρισκόταν επί της Μέσης οδού, ακριβώς έξω από τα αρχαία τείχη του Βυζαντίου.2 Στο κέντρο υπήρχε ένας κίονας, ο οποίος σώζεται μέχρι σήμερα, με την ονομασία Çemberlitaş (δηλ. «η κολόνα με τα τσέρκια», εξαιτίας των μεταλλικών στεφάνων που κρατούν ενωμένους τους δακτυλίους της στήλης). Ο κορμός του κίονα αποτελείται από επτά δακτυλίους από πορφυρίτη. Αρχικά η στήλη επιστεφόταν με κορινθιακό κιονόκρανο πάνω στο οποίο έστεκε ένα κολοσσιαίο άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου ως Απόλλωνα/Ήλιου, εστεμμένου με ακτινωτό στέμμα.3 Το άγαλμα κατέρρευσε το έτος 1106. Επί Μανουήλ Α΄ Κομνηνού (1143-1180) τοποθετήθηκε στη θέση του ένας σταυρός, ενώ την ίδια εκείνη περίοδο το κορινθιακό κιονόκρανο αντικαταστάθηκε με το κοινό για την εποχή τεκτονικό, το οποίο φέρει μία επιγραφή που μνημονεύει την αναστήλωση του Μανουήλ.4 Μία μεταγενέστερη κτιστή βάση καλύπτει σήμερα το κατώτερο τμήμα του κίονα. Στη βάση της στήλης υπήρχε ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον άγιο Κωνσταντίνο.5
Η στήλη αυτή, που είχε στηθεί προς τιμήν του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450-457), βρίσκεται στον τέταρτο λόφο της πόλης, στο σημείο όπου θα βρισκόταν η βορειοδυτική διακλάδωση της Μέσης.6 Σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Η λατινική επιγραφή στη βάση της στήλης μαρτυρά ότι ανυψώθηκε από τον Τατιανό, που υπηρέτησε ως έπαρχος πόλεως από το 450 έως το 452.7 Η ίδια η στήλη έφτανε σε ύψος περίπου τα 10 μ., είναι από γρανίτη και επιστέφεται με ένα κομμένο κορινθιακό κιονόκρανο που φέρει κυβολιθικό επίκρανο με αετούς στις τέσσερις γωνίες. Η στήλη υποβάσταζε αρχικά ένα άγαλμα του Μαρκιανού. Η βάση της κοσμείται στην ανατολική και δυτική πλευρά με ένα χριστόγραμμα εγγεγραμμένο σε ένα στεφάνι και στη νότια πλευρά με ένα σταυρό μέσα σε ένα στεφάνι. Στη βόρεια πλευρά έχει χαραχτεί μία αναθηματική επιγραφή μαζί με δύο Νίκες που φέρουν ασπίδα. Έτσι ερμηνεύεται και η τουρκική ονομασία της στήλης, Kıztaşı (δηλ. «η κολόνα με τις κόρες»).
Η Ευδοξία (†404) ήταν η σύζυγος του αυτοκράτορα Αρκαδίου και είναι περισσότερο γνωστή για τη διαμάχη της με τον Ιωάννη Χρυσόστομο, η οποία και οδήγησε στην εξορία του δεύτερου. Προς τιμήν της ο ύπατος Σιμπλίκιος ύψωσε το 403 έναν κίονα στη βορειοανατολική πλευρά του Αυγουσταίου.8 Ο κορμός της στήλης ήταν κατασκευασμένος από πορφυρίτη και επιστεφόταν με ένα συμπαγές ασημένιο άγαλμα της αυτοκράτειρας. Η βάση της στήλης αποκαλύφθηκε το 1848. Φέρει δύο επιγραφές, ένα τετράστιχο στα ελληνικά κι ένα δίστιχο στα λατινικά.9
Αυτό το μνημείο βρίσκεται στον εξωτερικό κήπο του ανακτόρου του Topkapı.10 Η μονολιθική στήλη ύψους 15 μέτρων από μάρμαρο εδράζεται σε ένα ψηλό βάθρο και επιστέφεται με κορινθιακό κιονόκρανο. Η λατινική επιγραφή μαρτυρά ότι υψώθηκε σε ανάμνηση μιας επιτυχούς εκστρατείας εναντίον των Γότθων, εξ ου και η σύγχρονη ονομασία της.11 Η άλλη πλευρά φέρει ένα σταυρό με την επιγραφή IC XC NIKA. Η χρονολόγηση αυτής της στήλης είναι αβέβαιη. Έχει αποδοθεί στον Κλαύδιο Β΄, τον Κωνσταντίνο Α΄ και το Θεοδόσιο Α΄.
Η στήλη αυτή στήθηκε στο φόρο του Ταύρου (γνωστό και ως φόρο του Θεοδοσίου) κατά τον ύστερο 4ο αιώνα.12 Σε μίμηση των στηλών του Τραϊανού και του Μάρκου Αυρήλιου στη Ρώμη, ο κορμός ήταν διακοσμημένος με χαμηλό ανάγλυφο οργανωμένο σε μια σπειροειδή ζωφόρο, όπου απεικονίζονταν οι θρίαμβοι του Θεοδοσίου επί των βαρβάρων. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η στήλη ήταν κοίλη, με εσωτερική κλίμακα που οδηγούσε στην κορυφή της. Επιστεφόταν με ένα ασημένιο άγαλμα του Θεοδοσίου Α΄, το οποίο έπεσε το έτος 480 εξαιτίας ενός σεισμού. Τον ύστερο 15ο αιώνα ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β΄ κατέστρεψε τη στήλη. Θραύσματά της, που απεικονίζουν κυρίως Ρωμαίους στρατιώτες να παρελαύνουν, έχουν μεταφερθεί στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης είτε έχουν χρησιμοποιηθεί ως δομικά υλικά για το Beyazıt. Τα ερείπια του φόρου του Ταύρου, όπου στεκόταν η στήλη, έχουν αποκαλυφθεί στη σημερινή περιοχή του Beyazıt.
Το φόρο του Αρκαδίου βρισκόταν στον έβδομο λόφο (Ξηρόλοφο) και περιλάμβανε μια μνημειακή ιστορημένη στήλη την οποία τοποθέτησε στο χώρο ο αυτοκράτορας το έτος 402 προς τιμήν του πατέρα του Θεοδοσίου Α΄.13 Η διακόσμηση του κορμού, χαμηλό ανάγλυφο σε σπειροειδή διάταξη, απεικονίζει τους αυτοκρατορικούς θριάμβους επί των βαρβάρων και ήταν ανάλογη με το διάκοσμο της στήλης του Θεοδοσίου· κατά βάθος πάντως ακολουθούσε ρωμαϊκά πρότυπα, όπως για παράδειγμα τη στήλη του Τραϊανού. Η στήλη του Αρκαδίου διέθετε κι αυτή εσωτερική κλίμακα που οδηγούσε στην κορυφή. Συνολικά το μνημείο θα πρέπει να έφτανε τα 50 μ. σε ύψος. Η βάση (9 μ. ύψος και 6 μ. πλάτος) ήταν διακοσμημένη με γλυπτά στις τρεις πλευρές, τα οποία απεικόνιζαν τους αυτοκράτορες Αρκάδιο και Ονώριο να συμμετέχουν σε τελετές που υπογράμμιζαν το αυτοκρατορικό μεγαλείο:14 στην ανατολική πλευρά οι αυτοκράτορες επευφημούνται από τις συγκλήτους της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης· στη δυτική πλευρά βάρβαροι στρατιώτες ταπεινώνονται μπροστά σε ένα ρωμαϊκό τρόπαιο και, τέλος, στη νότια πλευρά ξένοι πρεσβευτές φέρουν δώρα. Το 421 ο Θεοδόσιος Β΄ τοποθέτησε στην κορυφή της στήλης ένα άγαλμα που παρίστανε τον Αρκάδιο, το οποίο σωζόταν μέχρι το σεισμό του 740. Ο κορμός της στήλης κατεδαφίστηκε το 1719, αφού προηγουμένως είχε καταστραφεί από ένα σεισμό. Σήμερα, σώζεται επιτόπου μόνο η βάση της στήλης, που έχει υποστεί εκτεταμένες παραμορφώσεις από πυρκαγιές. Σπαράγματα των σπονδύλων διατηρούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης.
Δύο οβελίσκοι κοσμούσαν τη σπίνα (spina, δηλ. το φράγμα που χώριζε κατά μήκος την αρένα σε δύο μέρη) στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, εκ των οποίων ο ένας έφερε το όνομα του Θεοδοσίου Α΄ και ο άλλος είναι γνωστός ως Κτιστός οβελίσκος αλλά και ως οβελίσκος του Πορφυρογέννητου.
Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου ήταν στην πραγματικότητα ο αιγυπτιακός οβελίσκος του Τούθμωση Γ΄ (1490-1436 π.Χ.), ο οποίος είχε τοποθετηθεί σε μία ανάγλυφη βάση που ανάγεται στο 390. Ο οβελίσκος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη πιθανόν την εποχή του Κωνσταντίνου Α΄ και υψώθηκε στον Ιππόδρομο επί βασιλείας του Θεοδοσίου Α΄. Η ανάγλυφη βάση είναι ένα από από τα πιο σημαντικά κοσμικά μνημεία που σώζονται στην πόλη.15 Αν και τα ανάγλυφα σήμερα είναι πολύ διαβρωμένα, οι παραστάσεις παρέχουν σημαντικές πληροφορίες για τους αγώνες, το ρόλο του αυτοκράτορα και τη διασκέδαση στον Ιππόδρομο κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο. Στο κατώτερο τμήμα του απεικονίζεται η ύψωση του οβελίσκου, που προφανώς εκλαμβανόταν ως σημαντικό κατόρθωμα,16 καθώς και σκηνές από τους αγώνες των αρματοδρόμων. Σύμφωνα με τις ελληνικές και τις λατινικές επιγραφές στη βάση, ο οβελίσκος υψώθηκε μέσα σε 32 μέρες, όταν έπαρχος ήταν ο Πρόκλος. Ανάγλυφα στις τέσσερις πλευρές καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα της βάσης, απεικονίζοντας τον αυτοκράτορα, την οικογένειά του, αξιωματούχους και στρατιωτικούς, ανθρώπους της πόλης αλλά και άλλους, όπως για παράδειγμα βαρβάρους που φέρουν δώρα.

Ο Κτιστός οβελίσκος, όπως το υποδηλώνει η ονομασία του, δεν είναι ένας αυθεντικός μονολιθικός οβελίσκος αλλά μάλλον μια απομίμηση χτισμένη με ορθογωνισμένους λίθους, ύψους σχεδόν 32 μέτρων.17 Πολύ λίγα μας είναι γνωστά γι’ αυτόν: Υψώθηκε είτε από τον Κωνσταντίνο Α΄ είτε από το Θεοδόσιο Α΄, πιθανώς ως συμπληρωματικός του οβελίσκου του Θεοδοσίου. Το 10ο αιώνα o Κωνσταντίνος Ζ΄ τον κάλυψε με επιχρυσωμένες χάλκινες πλάκες (χαμένες σήμερα), γεγονός που αποτυπώθηκε σε επιγραφή στη βάση του οβελίσκου. Το μνημείο αναστηλώθηκε το 1895-1896.
1. Γι’ αυτό το άγαλμα, βλ. Talbot, A.M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers (1993), σελ. 258-260. Το παρόν λήμμα αφορά μόνο τις σωζόμενες στήλες και τους οβελίσκους. Σχετικά με τις στήλες που δε σώζονται, βλ. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 73-86.
2. Janin, R., Constantinople byzantine: développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 77-80· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 255-257· Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (Ποικίλα Βυζαντινά 8, Bonn 1988), σελ. 288-301.
3. Αυτή η ερμηνεία του αγάλματος στη στήλη από πορφυρίτη απαντάται συχνά στις βυζαντινές πηγές, ιδίως από τον 8ο αιώνα. Ωστόσο ο Fowden, G., “Constantine’s Porphyry column: The earliest literary allusion”, Journal of Roman Studies 81 (1991), σελ. 125-131, αναλύει διεξοδικά τις πηγές που αφορούν το άγαλμα και δείχνει ότι αυτό δεν προοριζόταν κατ’ ανάγκην να παραστήσει τον αυτοκράτορα ως Ήλιο, αλλά ότι μάλλον επρόκειτο για ένα θρύλο που διαμορφώθηκε μεταξύ του 8ου και του 10ου αιώνα.
4. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
5. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin I: Le Siège Constantinople et le Patriarcat Oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 296.
6. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 84-85· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 54-55.
7. Για την επιγραφή, βλ. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
8. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 76-77· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 52-53.
9. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 63.
10. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 85-86· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 53.
11. Mango, C., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 62.
12. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 81-82· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 258-265.
13. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 82-84· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 250-253.
14. Grigg, R., “"Symphōnian Aeidō tēs Basileias": An Image of Imperial Harmony on the Base of the Column of Arcadius”, Art Bulletin 59:4 (1977), σελ. 469-482.
15. Bruns, G., Der Obelisk und seine Basis auf dem Hippodrom zu Konstantinopel (Istanbuler Forschungen 7, Istanbul 1935)· Grabar, A., Sculptures byzantines de Constantinople (IVe-Xe siècle) (Paris 1963), σελ. 25-28· Safran, L., “Points of View: The Theodosian Obelisk Base in Context”, Greek, Roman, and Byzantine Studies 34:4 (Winter 1993 [1995]), σελ. 409-435· Kiilerich, Β., The Obelisk Base in Constantinople: Court Art and Imperial Ideology (Rome 1988).
16. Wrede, H., “Zur Errichtung des Theodosiusobelisken in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 16 (1966), σελ. 178-198.
17. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn des 17. Jahrhunderts (Tübingen 1977), σελ. 65, 71· Guberti Bassett, S., “The Antiquities in the Hippodrome of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 45 (1991), σελ. 87-96· Mango, C., “The Palace of Boukoleon”, Cahiers Archéologiques 45 (1997), σελ. 41-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου