Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

ΜΟΥΣΑΣΙ ΜΙΓΙΑΜΟΤΟ...Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ ΞΙΦΟΜΑΧΟΣ[Αφιερωμένο]

Το Νίτεν-Κι είναι μια συλλογή αφηγήσεων γύρω από την ζωή του θρυλικού ξιφομάχου  Μουσάσι Μιγιαμότο, όπως αυτές ειπώθηκαν από τους προσωπικούς μαθητές του.
Το Νίτεν-Κι ακολουθεί τον Μουσάσι από τη γέννησή του στην Ιαπωνία το 1584 μέχρι τον θάνατό του από φυσικά αίτια 61 χρόνια αργότερα, περιγράφοντας τις περισσότερες από 60 μονομαχίες του και περιλαμβάνοντας και το θρυλικό αγώνα του με τον Σασάκι Κοτζίρο. Οι αφηγήσεις απεικονίζουν με ζωηρά χρώματα τη ζωή του σπουδαίου αυτού μαχητή ο οποίος – αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ - δεν ήταν ποτέ μόνος στο πνεύμα και τράβηξε μια βαθιά χαρακιά στην ιστορία των μαχητικών τεχνών, αφήνοντας πίσω του μια χωρίς προηγούμενο κληρονομιά στον κώδικα τιμής των σαμουράι.
Ο Σίνμεν Μουσάσι Φιτζιβάρα νο Γκενσίν γεννήθηκε στην επαρχία Χαρίμα της Ιαπωνίας το 1584. Αργότερα απέρριψε το επίθετο Σίνμεν και υιοθέτησε το επίθετο των συγγενών της μητέρας του, που ήταν Μιγιαμότο.
Η αγωνιστική καριέρα του Μουσάσι στο σπαθί άρχισε στην ηλικία των 13 χρόνων και τελείωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Καθώς αναπολούσε το παρελθόν του, ο Μουσάσι αναγνώρισε ότι οι νίκες του δεν οφείλονταν στην ικανότητά του στο “χέιχο” (μαχητική στρατηγική), αλλά στο ότι ήταν απλά έξυπνος στο σπαθί και δεν ξέφευγε ποτέ από τον “τρόπο του παραδείσου” ή στο ότι οι αντίπαλοί του δεν είχαν εκπαιδευτεί καλά στον χειρισμό του σπαθιού.
«Αφιέρωσα τον εαυτό μου στην πειθαρχία του χέιχο από τα παιδικά μου χρόνια», είπε αργότερα. «Ταξιδεύοντας σε όλη τη χώρα, έχοντας πάρει μέρος σε περισσότερες από 60 συμπλοκές με κορυφαίους μαχητές, είτε με αληθινό σπαθί είτε με ξύλινο, αναδεικνυόμουν πάντα νικητής.»
Ακόμα και όταν τέλειωσε η εποχή των συμπλοκών με άλλους, ο Μουσάσι συνέχισε να εξασκείται με επιμέλεια από πρωί σε πρωί, αναζητώντας πλέον το βάθος και την ουσία. Τελικά έφτασε στο σημείο της πραγματικής κατανόησης σε ηλικία 50 χρόνων. Από τη στιγμή που ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια, ο Μουσάσι πέρασε τις μέρες του ήρεμα. Πίστευε ότι όσα έμαθε σχετικά με το χέιχο μπορούσαν να εφαρμοστούν σε οποιαδήποτε τέχνη ή επάγγελμα, και δήλωσε ότι δεν χρειαζόταν εκπαιδευτή για ν' αντιμετωπίσει τις χιλιάδες υποθέσεις της ζωής. Ονόμασε την σχολή του νίτεν-ιτσί, εννοώντας έναν κύκλο χωρίς τέλος και αρχή.

Ο Πατέρας του Μουσάσι

Ο πατέρας του Μουσάσι, ο Σίνμεν Μιούνι νο σούκε Νομπουτσούνα, ήταν μάστερ στην τέχνη του σπαθιού και είχε ονομάσει το στυλ του “τόρι”. Ήταν αυθεντία στο “τζούτε” (ένα κοντό μεταλλικό ραβδί για το μπλοκάρισμα των σπαθιών), καθώς και στη χρησιμοποίηση των δύο σπαθιών. Στο Κυότο, ζούσε κάποιος Γιοσιόκα Σοζαεμόν Κένπο, ο οποίος ήταν εκπαιδευτής μαχητικών τεχνών του Σογκούν Γιοσιάκι. Ο Σοζαεμόν είχε την φήμη του μεγαλύτερου ξιφομάχου της χώρας. Μετά από διαταγή του σογκούν, ο Σοζαεμόν και ο Μιούνι έκαναν μια σειρά από συναντήσεις. Ο Σοζαεμόν νίκησε μια φορά, αλλά ο Μιούνι νίκησε δύο. Έτσι, ο σογκούν έδωσε στον Μιούνι τον τίτλο του “Αδάμαστου Μαχητή”.

Οι Πρώτες Νίκες του Μουσάσι
Ο Μουσάσι ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και μάλιστα τον ξεπέρασε. Έδωσε την πρώτη του μάχη σε ηλικία 13 χρόνων, εναντίον του Αρίμα Κιχέι, ενός ξιφομάχου με το στυλ “σίντο”, και νίκησε. Την άνοιξη του 1599, σε ηλικία 16 χρόνων, ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ακιγιάμα, έναν κορυφαίο μαχητή από την επαρχία Τατζίμα, και νίκησε.

Ο Μουσάσι αργότερα διακρίθηκε στην αιματηρή Μάχη της Σεκιγκαχάρα. Τα κατορθώματά του, απέσπασαν το θαυμασμό των στρατηγών και των στρατιωτών. Η μάχη έγινε ανάμεσα στον Τογιοτόμι Χεντεγιόρι και τον Τοκουγκάουα Λεγιάσου για τον τίτλο του σογκούν. Νικητής αναδείχθηκε ο δεύτερος. Ο Μουσάσι πολέμησε με την πλευρά των ηττημένων αλλά κατάφερε να επιβιώσει.
Σε ηλικία 21 χρόνων ο Μουσάσι πήγε στην πρωτεύουσα. Έξω από την πόλη, στο Ρεντάινο, έδωσε μάχη με τον Γιοσιόκα Σεϊτζούρο, τον γιο του κορυφαίου μάστερ του χέιχο Γιοσιόκα Σοζάεμον, ο οποίος είχε νικηθεί από τον πατέρα του Μουσάσι. Ο Σεϊτζούρο ήταν οπλισμένος με ένα αληθινό σπαθί, ενώ ο Μουσάσι κρατούσε ένα ξύλινο. Ο Μουσάσι γρήγορα κατατρόπωσε τον αντίπαλό του ο οποίος, αναπνέοντας με δυσκολία, μεταφέρθηκε από τους μαθητές του μ' ένα ξύλινο φορείο στο σπίτι του, όπου τελικά θεραπεύθηκε.
Στην συνέχεια ο Μουσάσι έδωσε μάχη με τον Ντενσιτσίρο, τον αδελφό του Σεϊτζο Ύρο, έξω από την πρωτεύουσα. Ο Ντενσιτσίρο ήταν ένας δυνατός μαχητής και ήταν οπλισμένος μ' ένα σπαθί που είχε μήκος μεγαλύτερο από1,5 μέτρο. Τη στιγμή της συμπλοκής, ο Μουσάσι άρπαξε αμέσως το σπαθί του αντιπάλου του και κατάφερε στον Ντενσιτσίρο ένα χτύπημα που τον άφησε στον τόπο.
Ο θάνατος του Ντενσιτσίρο είχε σαν αποτέλεσμα την μνησικακία των μαθητών του Γιοσιόκα απέναντι στον Μουσάσι. Δεκάδες απ' αυτούς προκάλεσαν τον Μουσάσι, ο οποίος δέχτηκε να τους αντιμετωπίσει δίπλα σ' ένα πεύκο. Αυτοί εξοπλίστηκαν με λόγχες, τόξα και βέλη και έφεραν στην μάχη και τον Ματασιτσίρο, γιό του Σεϊτζούρο. Ο Μουσάσι είχε πάει στον τόπο συνάντησης νωρίτερα απ' αυτούς και είχε κρυφτεί στα κλαδιά του πεύκου. Καθώς ο Ματασιτσίρο πλησίασε το δέντρο, ο Μουσάσι πήδηξε από το πεύκο ανάμεσα στους αντιπάλους του. Ο Ματασιτσίρο μουρμούρισε κάτι προτού του πέσει το σπαθί από τα χέρια, αλλά ήταν νεκρός πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι σύντροφοί του και να τιμωρήσουν τον Μουσάσι. Μερικοί του επιτέθηκαν με τις λόγχες και άλλοι χρησιμοποίησαν τα τόξα και τα βέλη. Μόνο ένα βέλος κατάφερε να καρφωθεί στο μανίκι του Μουσάσι, χωρίς να του προκαλέσει ζημιά. Συνέχισε να χτυπάει τους αντιπάλους του, κυνηγώντας τους. Το πλήθος βρισκόταν σε κατάσταση πανικού, δίνοντάς του την δυνατότητα να βγει νικητής.
Στο Ναό Χοζόιν στη Νάρα, ζούσε ένας ιερέας που ονομαζόταν Οκουζόιν και ήταν αυθεντία στην λόγχη. Ο Μουσάσι έδωσε και μ' αυτόν μάχη. Εναντίον της λόγχη ς του ιερέα, ο Μουσάσι χρησιμοποίησε ένα ξύλινο σπαθί. Έπειτα από δύο γύρους, ο ιερέας βρέθηκε σε μειονεκτική θέση και έδωσε συγχαρητήρια στον Μουσάσι για την εξαιρετική τεχνική του.
Ταξιδεύοντας στην επαρχία Ίγκα, ο Μουσάσι συνάντησε τον Σισίντο Μπαϊκέν, ο οποίος ήταν εκπαιδευμένος στο δρέπανο και την αλυσίδα. Ήρθαν σε συμπλοκή έξω από το σπίτι του Σισίντο. Όταν ο Μουσάσι είδε τον αντίπαλό του να επιδεικνύει το δρέπανό του, έριξε το κοντό σπαθί του και διαπέρασε το στήθος του αντιπάλου του, ενώ στην συνέχειά του έδωσε μια τελική μαχαιριά για να εξασφαλίσει το θάνατό του. Οι μαθητές του Μουσάσι παρακολουθούσαν και αμέσως ρίχτηκαν στον Μουσάσι με τα σπαθιά τους. Εκείνος, πάντως, τους κατατρόπωσε όλους.
Στην Κόφου, ο Μουσάσι δέχθηκε μια πρόκληση από τον Μούσο Γκονοσούκε, ο οποίος κρατούσε ένα ξύλινο σπαθί. Ο Μουσάσι που εκείνη την στιγμή σκάλιζε ένα τόξο για τον εαυτό του, αντιμετώπισε τον Γκονοσούκε με το κομμάτι του ξύλου που κρατούσε στα χέρια του. Ο Γκονοσούκε ρίχτηκε αμέσως επάνω στον Μουσάσι χωρίς πρώτα να υποκλιθεί. Ο Μουσάσι τον έριξε κάτω μ' ένα χτύπημα. Ο Γκονοσούκε ζήτησε συγγνώμη και εξαφανίστηκε αμέσως.

Αντιμετωπίζοντας τον Σασάκι Κοτζίρο
Εκείνο τον καιρό ζούσε ένας ξιφομάχος που ονομαζόταν Σασάκι Κοτζίρο και καταγόταν από το χωριό Τζοκιότζι της επαρχίας Εσιζέν. Προικισμένος, τολμηρός και δυνατός, ο Κοτζίρο είχε την φήμη ότι δεν είχε όμοιό του σε ολόκληρη την χώρα. Είχε καθιερώσει δικό του στυλ, το οποίο ονομαζόταν “γκανρύου” και οι τεχνικές του ήσαν διαφορετικές από τις συνηθισμένες.
Ο Κοτζίρο ταξίδευε στην χώρα, συναντώντας πολλούς κορυφαίους μάστερ του χέιχο κατά την διάρκεια του ταξιδιού του. Ποτέ δεν έχασε από κανέναν αντίπαλο. Τελικά, έφτασε στην Κοκούρα της επαρχίας Μπούζεν. Ο άρχοντας Χοσοκάουα Μιτσουνάρι Τανταόκι είχε ακούσει για τον Κοτζίρο και τα κατορθώματά του και αποφάσισε να τον μισθώσει. Πολύ σύντομα ο Κοτζίρο μάζεψε πολλούς μαθητές για να τους εκπαιδεύσει.
Ακριβώς εκείνη την εποχή, το 1612, ο Μουσάσι έφυγε από την πρωτεύουσα και πήγε στην Κοκούρα. Ήταν 29 χρονών. Ο Μουσάσι κάλεσε τον Ναγκαόκα Σάντο Οκιναγκανούσι, που ήταν μαθητής του πατέρα του Μουσάσι και του είπε:
«O Σασάκι Κοτζίρο ζει σ' αυτή την περιοχή. Έχω ακούσει ότι έχει αναπτύξει μια ασυνήθιστη τεχνική. Θα ήθελα να δοκιμάσω την τεχνική μου απέναντι στην δική του».

Ο Οκιναγκανούσι μετέφερε την επιθυμία του Μουσάσι στον Τανταόκι, ο οποίος και όρισε την ημερομηνία της συνάντησης. Η συνάντηση αυτή θα γινόταν σε ένα απομονωμένο νησί της ακτής της Κοκούρα, που ήταν γνωστό με το όνομα Μούκο-τζίμα ή Φουνατζίμα. Σήμερα, το νησί αυτό ονομάζεται Γκανρυούτζιμα. Βρίσκεται σε απόσταση 2.5 μιλίων από την Κοκούρα.
Την νύχτα πριν από την συνάντηση, ο Μουσάσι εξαφανίστηκε. Οι άνθρωποι τον έψαχναν στην πόλη, αλλά δεν βρήκαν κανένα ίχνος που να δηλώνει που βρισκόταν. Όλοι είπαν πως ο Μουσάσι φοβήθηκε από την φήμη του Κοτζίρο σαν εξαίρετου ξιφομάχου. Ο Οκιναγκανούσι δεν ήξερε τι να κάνει και ήταν γεμάτος αγωνία. Είπε στους υπηρέτες του, «Αν ο Μουσάσι ήθελε να κρυφτεί, γιατί περίμενε μέχρι σήμερα για να το κάνει; Νομίζω ότι κάτι άλλο πρέπει να έχει στο μυαλό του. Χτες βρισκόταν στο Σιμονοσέκι και έφτασε σήμερα εδώ. Είμαι σίγουρος ότι επέστρεψε στο Σιμονοσέκι για να πάει από κει στο νησί. Βιαστείτε και στείλτε του έναν αγγελιοφόρο».
Ο αγγελιοφόρος στάλθηκε γρήγορα και φτάνοντας στο Σιμονοσέκι βρήκε τον Μουσάσι να μένει στο σπίτι ενός εμπόρου. Ο Μουσάσι διάβασε το γράμμα του Οκιναγκανούσι και του έστειλε μια απάντηση. «Όσον αφορά την αυριανή συνάντηση, πιστεύω ότι πρέπει να σε παρακαλέσω να μην νοιάζεσαι για μένα. Να είσαι σίγουρος ότι θα είμαι προσεκτικός στο ραντεβού των 8 π.μ.»
Το επόμενο πρωινό ο Μουσάσι έμεινε στο κρεβάτι πολύ μετά την ανατολή του ήλιου. Ο έμπορος είχε άγχος και είπε στον Μουσάσι ότι η ώρα της συνάντησης πλησίαζε. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να επιβιβαστεί στο πλοίο. Ο Μουσάσι απάντησε ότι δεν θα αργούσε. Στην συνέχεια έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό και άρχισε να σκαλίζει ένα κουπί για να του δώσει τη μορφή σπαθιού. Σύντομα ήρθε άλλος ένας αγγελιοφόρος και είπε στον Μουσάσι να τρέξει στο νησί. Ο Μουσάσι φόρεσε ένα κιμονό και τύλιξε στη μέση του μια πετσέτα των χεριών. Έπειτα πήγε στο πλοίο συνοδευόμενος από έναν υπηρέτη.
Όταν τελικά ο Μουσάσι έφτασε στο νησί η ώρα ήταν περασμένες 10. Άφησε το συνηθισμένο του μακρύ σπαθί στο πλοίο και μπήκε στο νερό, έχοντας το κοντό σπαθί στο πλευρό του και το ξύλινο «σπαθί» στο χέρι του. Διέσχισε τα ρηχά νερά, και ενώ το έκανε αυτό, τύλιξε το κεφάλι του με την πετσέτα των χεριών.
Ο Κοτζίρο φορούσε ένα κόκκινο χαόρι (ένα είδος γιαπωνέζικη ς ρόμπας) χωρίς μανίκια, ζώνες στα πόδια από βαμένο δέρμα και ψάθινα παπούτσια. Είχε ένα σπαθί μεγαλύτερο από 1,5 μέτρο, το οποίο είχε κουραστεί να κρατάει περιμένοντας τον Μουσάσι. Όταν ο Κοτζίρο είδε τον Μουσάσι, όρμησε κατευθείαν στο νερό αγανακτισμένος, Φωνάζοντας «Ήρθα πριν από την συμφωνημένη ώρα! Γιατί άργησες τόσο πολύ; Α! Πρέπει να είσαι νευρικός!». Ο Μουσάσι δεν απάντησε, σαν να μην είχε ακούσει τίποτα.
Ο Κοτζίρο τράβηξε το σπαθί του, πετώντας την θήκη στο νερό και περιμένοντας τον Μουσάσι να πλησιάσει. Ο Μουσάσι σταμάτησε να περπατά και είπε, χαμογελώντας, «Κοτζίρο έχασες. Γιατί ο νικητής πετάει μακριά την θήκη του;».
Ο Κοτζίρο έγινε έξω Φρενών μ' αυτά τα λόγια. Γρήγορα πήρε μια στάση κρατώντας το σπαθί μπροστά του. Και καθώς ο Μουσάσι πλησίασε, του έριξε ένα χτύπημα ανάμεσα στα μάτια. Την ίδια στιγμή, ένα χτύπημα στο κεφάλι από το ξύλινο σπαθί του Μουσάσι, τον έριξε κάτω. Η πετσέτα με την οποία ο Μουσάσι είχε τυλίξει το κεφάλι του έπεσε κάτω, κομμένη στα δύο από το πρώτο χτύπημα του Κοτζίρο.
Ο Μουσάσι έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, κρατώντας το ξύλινο σπαθί του, και έπειτα το στριφογύρισε πάνω από το κεφάλι του για να χτυπήσει ξανά. Ο Κοτζίρο, πεσμένος στο έδαφος, χτυπώντας δεξιά και αριστερά, έκοψε 7 πόντους από το χαμηλό μέρος της ρόμπας του Μουσάσι , η οποία ήταν δεμένη στα γόνατα. Ο Μουσάσι έριξε ένα χτύπημα στα πλευρά του Κοτζίρο, σπάζοντάς του τα κόκαλα. Ο Κοτζίρο λιποθύμησε, αίμα άρχισε να τρέχει από το στόμα και τα ρουθούνια του. Αφού περίμενε για μια στιγμή, ο Μουσάσι πέταξε το ξύλινο σπαθί του, γονάτισε και έκλεισε με τα χέρια του το στόμα και την μύτη του Κοτζίρο για να εξακριβώσει τον θάνατό του. Στην συνέχεια χαιρέτισε τους επίσημους και τους φρουρούς που παρακολουθούσαν τη μονομαχία, σήκωσε από κάτω το ξύλινο σπαθί του και μπήκε πάλι στο πλοίο. Λέγεται ότι ο Κοτζίρο την εποχή της μονομαχίας του με τον Μουσάσι ήταν 18 χρονών. Ήταν ηρωικός και γενναίος άνθρωπος και ο θάνατός του θρηνήθηκε από όλους, ακόμα και από τον Μουσάσι.

Ο Μουσάσι συναντά τον Ιόρι
Στο 19ο έτος του Κέικο, ο Μουσάσι πήρε μέρος στην πολιορκία του Κάστρου Οσάκα και άφησε ένα ρεκόρ τέλειας μάχης. Ήταν τότε 31 χρονών. Τοκάστρο έπεσε την επόμενη χρονιά.
Μετά την πολιορκία της Οσάκα, ο Μουσάσι ακολούθησε τον δρόμο με την ονομασία Χιτάτσι και έφτασε στην επαρχία Ντεούα. Συνάντησε ένα αγόρι 13 η 14 χρονών που στεκόταν στην άκρη του δρόμου κρατώντας έναν κουβά με χέλια. Ο Μουσάσι του ζήτησε μερικά χέλια και το αγόρι πρόθυμα του πρόσφερε όλο τον κουβά. «Δεν χρειάζομαι τόσα πολλά. Δώσε μου δύο» είπε ο Μουσάσι.
Το αγόρι γέλασε, λέγοντας «Πως μπορώ να είμαι τσιγκούνης σε έναν πεινασμένο ταξιδιώτη; Πάρτα όλα. Και τον κουβά και τα χέλια». Στην συνέχεια το αγόρι απομακρύνθηκε, χωρίς καν να κοιτάξει πίσω του. Ο Μουσάσι δέχτηκε την γενναιοδωρία του διασκεδάζοντας.

Την επόμενη μέρα. καθώς πλησίαζε το βράδυ, ο Μουσάσι συνειδητοποίησε ότι είχε ακόμα 8 μίλια μέχρι τον επόμενο οικισμό. Δεν ήξερε τι να κάνει, όταν ξαφνικά είδε ένα φως στη σκιά ενός μακρινού λόφου. Τράβηξε κατευθείαν στο φως, που ερχόταν από μια μικρή χορτάρινη καλύβα. Χτύπησε την πόρτα και είδε με έκπληξη να βγαίνει έξω ένα αγόρι. Το αγόρι τον κοίταξε προσεκτικά και του είπε «Δεν είσαι εκείνος που του έδωσα χτες τα χέλια;»
Ο Μουσάσι, αναγνωρίζοντας το αγόρι, απάντησε καταφατικά.
Το αγόρι άφησε τον Μουσάσι να περάσει στο εσωτερικό του σπιτιού και του πρόσφερε ένα κάθισμα και τσάι. Η εξυπνάδα του αγοριού εντυπωσίασε τον Μουσάσι, που το ρώτησε «Πώς γίνεται ένα νεαρό αγόρι σαν κι εσένα να ζει μόνο του εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;».
«Και οι δύο μου γονείς είναι νεκροί», απάντησε το αγόρι και χωρίς να συνεχίσει την κουβέντα πήγε στο διπλανό δωμάτιο. Ο Μουσάσι, αν και δεν ικανοποιήθηκε από την εξήγηση του αγοριού, ξάπλωσε εκεί που βρισκόταν και αποκοιμήθηκε.
Μετά τα μεσάνυχτα. ο Μουσάσι ξύπνησε από τον θόρυβο που κάνει το μέταλλο όταν χτυπάει πάνω στην πέτρα και αναρωτήθηκε μήπως βρίσκονταν απέξω τίποτα κλέφτες. Διαπίστωσε όμως ότι ήταν το αγόρι. «Γιατί τροχίζεις το σπαθί σου;» το ρώτησε ο Μουσάσι.
«Ο πατέρας μου πέθανε μόλις χτες». απάντησε το αγόρι. «Πήγα να τον θάψω δίπλα στην μητέρα μου στον λόφο. Αλλά το σώμα του είναι πολύ βαρύ για να το σηκώσω και αφού το σκέφτηκα, αποφάσισα να το κόψω στα δύο και να μεταφέρω το μισό κομμάτι κάθε φορά στον τόπο ταφής».
Ο Μουσάσι συγκινήθηκε από τα λόγια του αγοριού και επαίνεσε την αφοσίωσή του στους γονείς του. Είπε στο αγόρι «Μπορούμε να εργαστούμε μαζί και να θάψουμε τον πατέρα σου». Ο Μουσάσι σήκωσε το πτώμα από τους ώμους και άφησε το αγόρι να το πιάσει από τα πόδια. Το κουβάλησαν στον λόφο όπου και το έθαψαν δίπλα στην μητέρα του αγοριού.
Το αγόρι, που λεγόταν Ιόρι, έγινε ο θετός γιός του Μουσάσι και πήρε το επίθετο Μιγιαμότο. Έβαλε τον Μουσάσι να του υποσχεθεί ότι θα τον κάνει σαμουράι. Ο Ιόρι ταξίδεψε με τον Μουσάσι στην χώρα και τελικά έφτασε στην Κοκούρα όπου και εγκαταστάθηκε. Αργότερα, μπήκε στις υπηρεσίες της οικογένειας Ογκασαβάρα και πραγματοποίησε το όνειρό του να γίνει σαμουράι.
Στην Κοκούρα, εγκαταστάθηκε και ο Μουσάσι. Ήταν 51 χρονών.
Πέντε χρόνια αργότερα, το 1637, επαναστάτες Χριστιανοί οχυρώθηκαν στο Κάστρο Σιμαμπάρα της επαρχίας Χίζεν. Ο άρχοντας Ογκασαβάρα Ουκυοντάγιου Τανταζάνε πήρε την εντολή να τους επιτεθεί και ο Μουσάσι τον συνόδεψε. Λέγεται ότι ο Μουσάσι ήταν επικεφαλής του σώματος των στρατιωτών. Μετά τη μάχη, όταν εκτιμήθηκαν οι στρατιωτικές υπηρεσίες, ανακαλύφθηκε ότι ένας άντρας με το όνομα Μιγιαμότο Ιόρι κάτω από τις οδηγίες του Μουσάσι, διακρίθηκε για τα εξαιρετικά ανδραγαθήματά του.

Οι Συμπλοκές με τον Χικοσίρο και τον Ταντατόσι
Την άνοιξη του 1640, ο Μουσάσι πήγε στο Χίγκο μετά από πρόσκληση του άρχοντα Ταντατόσι. Ήταν τότε 59 χρονών.
Πριν φτάσει ο Μουσάσι στο Χίγκο, ένας άντρας που λεγόταν Ούτζι Χικοσίρο στάλθηκε εκεί ύστερα από σύσταση της οικογένειας Γιαγκίου. Ο Ταντατόσι ήταν αφοσιωμένος οπαδός του στυλ Γιαγκίου στο σπαθί και ήταν επίσης ολοκληρωμένος μάστερ. Ο Χικοσίρο συχνά προπονιόταν με τον άρχοντα. Μετά την άφιξη του Μουσάσι, ο Ταντατόσι κανόνισε να έχει με τον Χικοσίρο μια κρυφή μονομαχία. Μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας ήταν ο Ταντασίρο, έχοντας στο πλευρό του το σπαθί του. Οι δύο αντίπαλοι αντάλλαξαν σπαθιές τρεις φορές και ήταν φανερό ότι ο Χικοσίρο δεν αποτελούσε απειλή για τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι, εξαιτίας της παρουσίας του άρχοντα, δεν χτυπούσε δυνατά τον αντίπαλό του, αλλά απλώς έκανε επίδειξη της τεχνικής του με επιφυλακτικό τρόπο. Ενώ παρακολουθούσε, ο Ταντατόσι σκέφτηκε μια μέθοδο με την οποία θεώρησε ότι θα νικούσε τον Μουσάσι και την εφάρμοσε χωρίς επιτυχία. Εντυπωσιάστηκε πολύ και μίλησε με θαυμασμό, χωρίς να έχει φανταστεί ότι ο Μουσάσι θα ήταν τόσο σπουδαίος μαχητής.
Το 1642, ο Μουσάσι, ύστερα από εντολή του Ταντατόσι, έπιασε πένα για πρώτη φορά στην ζωή του και έγραψε τα Τριάντα Πέντε Άρθρα για το Χέιχο, αφιερώνοντάς τα στον άρχοντα.

Αντιμετωπίζοντας τον Χαμανοσούκε
Ο Σιόντα Χαμανοσούκε ήταν μάστερ στην τεχνική του μπο (μακρύ ραβδί). Έπαιρνε μισθό αξίας ενός «κόκου» από τον άρχοντα Ταντατόσι σαν εκπαιδευτής των υπηρετών. Κάποια μέρα εξέφρασε την επιθυμία να αγωνιστεί με τον Μουσάσι. Ο Μουσάσι δέχτηκε την πρόκληση, αντιμετωπίζοντας με ένα εγχειρίδιο το μπο του Χαμανοσούκε που είχε μήκος 2 μέτρα. Κάθε φορά που ο Χαμανοσούκε προσπαθούσε να ταλαντεύσει το μπο, ο Μουσάσι το εμπόδιζε να κουνηθεί. Στην συνέχεια το ελευθέρωνε και χτυπούσε τον αντίπαλό του πριν προλάβει ν' αντιδράσει.
Έπειτα, είπε ο Μουσάσι «Θ' αγωνιστώ με γυμνά χέρια. Θα σου παραχωρήσω την νίκη αν καταφέρεις να βάλεις το πέλμα σου ανάμεσα στα πόδια μου». Ο Χαμανοσούκε εξαγριώθηκε όταν άκουσε αυτά τα λόγια και πετώντας το μπο του, όρμησε εναντίον του Μουσάσι, ο οποίος τον πέταξε κάτω πριν προλάβει να φτάσει τα πόδια του. Ήταν φανερό πως ήταν αδύνατον περάσει τα πόδια του Μουσάσι. Μετά απ' αυτό ο Χαμανοσούκε ξάπλωσε κάτω εξαντλημένος και παρακάλεσε τον Μουσάσι να τον δεχτεί σαν μαθητή, πράγμα που ο Μουσάσι το έκανε.

Τα Τελευταία Χρόνια
Τα τελευταία χρόνια του ο Μουσάσι προτίμησε να ζήσει ήρεμα, ξοδεύοντας τον καιρό του γράφοντας ποιήματα, πίνοντας τσάι και εξασκώντας τις καλές τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της γλυπτικής. Αλλά την άνοιξη της δεύτερης χρονιάς του Σόχο, ο Μουσάσι αρρώστησε. Την 19η ημέρα του πέμπτου μήνα της ίδιας χρονιάς, πέθανε σε ηλικία 62 χρονών.
Σύμφωνα με την διαθήκη του, ο Μουσάσι τοποθετήθηκε στο φέρετρό του φορώντας πανοπλία και έχοντας έξι όπλα. Ήταν επιθυμία του να θαφτεί στο χωριό Τεναγκαγιούγκε της επαρχίας Αμάτα, με ιερέα τον Σουνζάν του Τάισο-τζι, πράγμα που έγινε. Καθώς λέγονταν τα τελευταία λόγια προς τον νεκρό από τον Σουνζάν, ένας κεραυνός έπεσε στον γαλάζιο ουρανό. Οι υπηρέτες Φοβήθηκαν τόσο πολύ που η κηδεία μετατράπηκε σε ομαδικό πανικό.
Ο κεραυνός κατά την διάρκεια μιας κηδείας είχε και προηγούμενο: τα χρονικά του Πολέμου Ονίν αναφέρουν ότι έπεσαν κεραυνοί στις κηδείες του Χοσοκάβα Ουκυοντάγιου και του Γιαμάρα Ουεμονοσούκε Σοζέν. Λέγεται ότι ο θάνατος ενός ήρωα πάντα ταρακουνά τον παράδεισο.

Ο Κώδικας του Μουσάσι
Πριν πεθάνει. ο Μουσάσι άφησε ένα σημείωμα, που έχει την έννοια όρκου:

Κώδικας Αυτοπειθαρχίας
Κανένας δεν πρέπει να αποκλίνει από τον δρόμο της κοινωνίας.
Κανένας δεν πρέπει να παραδίδεται στην ηδονή.
Κανένας δεν πρέπει να είναι μεροληπτικός.
Κανένας δεν πρέπει να είναι εγωιστής.
Κανένας δεν πρέπει να κάνει κάτι που θα προκαλέσει τη μετάνοια.
Κανένας δεν πρέπει να θυμώνει απέναντι στην δικαιοσύνη.
Κανένας δεν πρέπει να θρηνεί τον χωρισμό του με άλλους.
Κανένας δεν πρέπει να κρύβει την δυσαρέσκειά του εναντίον άλλων.
Κανένας δεν πρέπει ν' αφήνει την καρδιά του να ταλαντεύεται από τρυφερά αισθήματα.
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά ή να μην αγαπά πράγματα για προσωπικούς λόγους.
Κανένας δεν πρέπει να ποθεί την ζεστασιά της οικογένειας.
Κανένας δεν πρέπει να καταστρέφει τον ουρανίσκο (με πολυτελή φαγητά).
Κανένας δεν πρέπει να αγαπά τα άχρηστα εξαρτήματα.
Κανένας δεν πρέπει να ασχολείται με τα έθιμα θρησκευτικής εγκράτειας.
Κανένας δεν πρέπει να χάνει τον χρόνο του με την εκπαίδευση μη αναγκαίων όπλων.
Κανένας δεν πρέπει να φοβάται ν' αντιμετωπίσει τον θάνατο.
Καθένας πρέπει να σέβεται τους θεούς αλλά να μην βασίζεται πάνω τους.
Κανένας δεν πρέπει να παρεκλίνει από τον δρόμο του χέιχο.

Σίνμεν Μουσάσι


Ο Μυστηριώδης Μουσάσι

Ήταν νεωτεριστής και ανεξάρτητος άνθρωπος. Η παραδοσιακή μορφή των μαχητικών τεχνών τον κούραζε και απορρίπτοντας το πεπαλαιωμένο πρότυπο, έγινε ο εκφραστής ενός νέου, πρωτότυπου στυλ, που δεν στηριζόταν στις πατροπαράδοτες τεχνικές, αλλά στην αυθεντικότητα της μάχης, που ήξερε τόσο καλά. Μ' αυτό τον τρόπο, κέρδισε 60 μάχες, που είχαν γίνει θρύλος πριν φτάσει στη μέση ηλικία.
Το όνομά του είναι Μιγιαμότο Μουσάσι, ένας ξιφομάχος σαμουράϊ, ο οποίος έζησε κατά τη διάρκεια της βίαιης βασιλείας των σογκούν Τοκουγκάβα στην Ιαπωνία, και τα κατορθώματα της πραγματικής του ζωής, κάνουν τα κινηματογραφικά φιλμ να ξεθωριάζουν στη σύγκριση.
Γιός μιας ασήμαντης οικογένειας σαμουράϊ, ο Μουσάσι αφοσιώθηκε μόνος του απο νωρίς στην τέχνη του κεντζούτσου (ξιφομαχία), και σπάνια τον έβλεπαν παιδί στο χωριό του χωρίς να κρατάει ένα ξύλινο εκπαιδευτικό σπαθί στο χέρι του. Σκότωσε τον πρώτο του αντίπαλο, ένα φημισμένο άρχoντα, σε ηλικία 13 χρονών και σύντομα μετά απο αυτό εγκατέλειψε την οικογένειά του και άρχισε μια ζωή με αδιάκοπη περιπλάνηση, αποδεκτές προκλήσεις σε μονομαχίες με αντίπαλους τους καλύτερους ξιφομάχους της Ιαπωνίας. Όταν τελειοποίησε τη δεξιοτεχνία του στο μονό σπαθί, άρχισε να χρησιμοποιεί επίσης το μικρό σπαθί των σαμουράι και ίδρυσε το “νίτο-ρύου”, ή τη σχολή των δυο σπαθιών. Τελικά, όταν η υπεροχή του ήταν φανερή, αποσύρθηκε στη σπηλιά ενός βουνού, ζώντας σαν ερημίτης τους τελευταίους μήνες πριν πεθάνει. Εκεί έγραψε το βιβλίo της στρατηγικής του, το Γκόρι-νoσό.
Μπορεί να δώσετε μικρή αξία στην ιστορία του ξιφομάχου, που έζησε πριν 3 αιώνες, αλλά το πέρασμα του χρόνου δεν αλλοίωσε τίποτα. Σήμερα βλέπουμε ακόμα τζουντόκα και καρατέκα που δεν διαφέρουν πολύ από τον Μουσάσι, άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για την καλοπέραση του σώματος, που ζουν για τους επόμενους αγώνες, οι οποίοι και το τελευταίο ακόμα ελεύθερο λεπτό τους το αφιερώνουν στην προπόνηση. Αναρωτιόμαστε τότε: Πώς συμβαίνει ο Μουσάσι και οι ιστορίες με τα κατορθώματά του, να εξακολουθούν να υπάρχουν στη μνήμη των Γιαπωνέζων και να θεωρείται σαν ο πιο δημοφιλής λαϊκός ήρωας, ενώ οι σύγχρονοι σωσίες του γρήγορα ξεχνιούνται απο τους θαυμαστές τους, αφού αποσυρθούν και μερικές φορές πριν ακόμα, από τον συναγωνισμό ;
Ίσως μπορεί να βρεθεί η απάντηση μέσα απο το βιβλίο του το “Γκόρι-νοσό” ή το “Book of Fiνe Rings”, ένα μυστηριώδες κείμενο πάνω στην επιδεξιότητα του ξίφους, που έγραψε ο Μουσάσι για να εξηγήσει τη φιλοσοφία του για τη μάχη. Στην Ιαπωνία, το βιβλίο θαυμάζεται το ίδιο τόσο από τους επιχειρηματίες, όσο και από τους μπουντόκα. Οι υπάλληλοι χρησιμοποιούν τις ιδέες του για να διαπραγματευθούν και για να καταστήσουν τις εταιρείες τους πιo αποδοτικές, αφού ο Μουσάσι υπoστήριξε πως ό,τι μπορεί να κάνει ο σαμουράι στη μάχη, μπορεί και σε οποιαδήποτε σχέση του και ό,τι εφαρμόζεται στην απλή μονομαχία, είναι εξίσου πραγματοποιήσιμο και στις συγκρούσεις με χιλιάδες ανθρώπους. Τώρα, μετά απο την Αγγλική έκδοση του βιβλίου, οι αθλητές των μαχητικών τεχνών της Δύσης μελετούν το Γκόρι-νοσό, με την ελπίδα να καλυτερεύσουν τις ικανότητές τους.
Ο Μιγιαμότο Μουσάσι ήταν ένας πρακτικός άνθρωπος, έτσι είναι φυσικό να περιμένουμε απο τα λόγια του, να είναι απλά και ευκολοκατανόητα. Αντίθετα, οι αναγνώστες αντιμετωπίζουν σελίδες απο δυσνόητες επιγραφές και αινιγματικές συμβουλές. Η αιτία είναι διπλή. Όπως οι περισσότεροι σαμουράϊ, έτσι και ο Μουσάσι ήταν οπαδός του “ιέν”, που τόνιζε τη διαίσθηση πάνω από τη λογική, και επικρατούσε η άποψη πως το καλύτερο ήταν να δίνονται οι οδηγίες με ασάφεια, ώστε οι μαθητές να εμβαθύνουν στο νόημά τους. Και η δεύτερη αιτία ήταν, ότι οι μέθοδοι του Μουσάσι ήταν τελείως προσωπικές εμπειρίες μιας ζωής και όταν τις εξηγούσε αποδεικνύονταν δύσκολες. Επίσης είναι αρκετά δύσκολο να κατανοηθούν, γιατί προέρχονται από μια εποχή τόσο μακρινή σε μας και από έναν πολιτισμό τόσο διαφορετικό από τον δικό μας. Αλλά το να απορρίπτουμε το “Γκόρι-νοσό” θα ήταν μια απώλεια, γιατί τα μαθήματά του είναι εφαρμόσιμα και σήμερα, όπως και πριν από χιλιάδες χρόνια όταν ο περιπλανώμενος ξιφομάχος έγραψε με εκπληκτικό τρόπο γι' αυτά. Το πραγματικό μυστικό της επιτυχίας του Μουσάσι ήταν φυσικά η δίψα του για τελειότητα. Σχεδόν ολόκληρη η ζωή του είχε ένα μοναδικό σκοπό: Να γίνει όσο το δυνατόν ο καλύτερος ξιφομάχος. Οποιονδήποτε, ο οποίος είχε ένα σκοπό παρόμοιας σημασίας, τον συμβούλευε: "Να κάνεις το σώμα σου σα βράχο και δέκα χιλιάδες στιλέτα δε θα μπορούν να σ' αγγίξουν". Για να μπορέσει να κάνει το σώμα και το μυαλό του αδιαπέραστα απο πόνο, ο Μουσάσι υιοθέτησε παράξενες συνήθειες. Σπάνια έκανε μπάνιο, για να μη μπορούν να τον πιάσουν χωρίς σπαθί, και συχνά κοιμόταν έξω στη βροχή και στο χιόνι, για να σκληραγωγεί τον εαυτό του. Το σπουδαιότερο όμως ήταν, ότι αφιέρωνε πολλές ώρες σε αδιάκοπη εξάσκηση με αυτοσυγκέντρωση.
Είναι αδύνατο να ακολουθήσουν οι μαθητές στη σημερινή μας εποχή την καρτερικότητά του, σκληρή σαν πέτρα, αλλά θα πρέπει να εκτελούν τις ασκήσεις τους με την ίδια ένταση που τις έκανε και ο Μουσάσι, άσχετα με τον χρόνο που τους δίνεται.
Παρ' όλα αυτά τέτοια αφοσίωση δεν πρέπει να απομακρύνει το άτομο από άλλες δραστηριότητες. Ο Μουσάσι έτρεφε ελάχιστο σεβασμό για τους ξεροκέφαλους μπουντόκα που ακολουθούσαν ένα περιορισμένο τρόπο ζωής, ενώ ο ίδιος ασχολιόταν με τα δυο του ενδιαφέροντα, που ήταν η ζωγραφική και η ποίηση.
"Δεν θα πρέπει να έχεις ένα αγαπημένο όπλο. Να αποφεύγεις να αντιγράφεις το στυλ των άλλων, αλλά να προσπαθείς να χειρίζεσαι το ίδιο καλά όλα τα όπλα".
Μάλλον ο Μουσάσι θυμόταν τη μοναδική του ήττα όταν το έγραψε αυτό. Αν και ήταν ακαταμάχητος στο σπαθί, η εποχή του μπούσι δημιούργησε μια ατέλειωτη ποικιλία εξοπλισμού και ο Μουσάσι δεν μπορούσε ποτέ να είναι σίγουρος τι όπλα θα χρησιμοποιούσε ο αντίπαλος του. Κάποτε, τον κάλεσε σε μονομαχία ο Μούσο Γκονοσούκε, που είχε ηττηθεί σε προηγούμενο αγώνα τους και ο οποίος ήταν ειδικός στο τζο, ένα κοντό ραβδί. Αν και ο Μουσάσι ήταν ο νικητής της πρώτης τους μονομαχίας, η δεύτερη είχε μεγάλη διάρκεια και ήταν σκληρή, και τελικά όταν ο Γκονοσούκε παγίδευσε το σπαθί του Μουσάσι, του χάρισε τη ζωή, γιατί ο Μουσάσι τον είχε αφήσει να ζήσει στην πρώτη τους μάχη.
Η μεγάλη ποικιλία δεν είναι τόσο ένας σπουδαίος παράγοντας στους αγώνες, αλλά ο αντίπαλος που εξοικειώνεται με άλλα στυλ η τέχνες, οπωσδήποτε βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση απο εκείνον που περιoρίζει τον εαυτό του. Συχνά σε αγώνες καράτε, για παράδειγμα, βλέπεις τους αντιπάλους να έρχονται στα χέρια χωρίς αποτέλεσμα, πολύ κοντά για να εφαρμόσουν τις τεχνικές του καράτε. Αυτή είναι η πιο σπουδαία ευκαιρία για να χρησιμοποιήσεις τις κινήσεις του τζούντο και αν ένας καρατέκα έχει εκπαιδευτεί σ' αυτές, πολύ συχνά θα είναι καλύτερος απο τον αντίπαλό του που αγνοεί αυτή την τέχνη.
Τι θα σκεφτόταν ο Μουσάσι όταν έβλεπε τα εντυπωσιακά λακτίσματα και χτυπήματα που ανταλλάσσουν τη σημερινή εποχή σε αγώνες; "Το να μελετάς πολλούς τρόπους για να μαχαιρώσεις κάποιον είναι ένα σφάλμα. Στο τέλος είναι το ίδιο δολοφονία, για αυτούς που είναι πεπειραμένοι και για αυτούς που δεν είναι. Μπορούμε να αναφερθούμε σε λίγους διαφορετικούς τρόποuς, αλλά το να αμυνθείς σ' ένα εχθρό είναι ο σωστός τρόπος και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται να το σκεφθείς πολύ". Εκατοντάδες στυλ στο κεντζούτσου εμφανίστηκαν στην εποχή του Μουσάσι, με αναρίθμητες τεχνικές. Υπήρχαν χτυπήματα με σπαθί, που είχαν εξωτικά ονόματα, όπως το "χτύπημα του Κινέζικου μπαμπού" ή το “Τεμάχισμα του Αχλαδιού” χτυπήματα για να αποκόψεις τον αντίχειρα ή για να χτυπήσεις όταν είσαι ξαπλωμένος ή βρίσκεσαι σε σκοτεινό δωμάτιο. Ο Μουσάσι τα είδε όλα, αλλά τα απόρριψε. Για αυτόν, το να κερδίσεις σημαίνει συνήθως να σκοτώσεις κάποιον, και δεν μπορούσε να καταφέρει ένα χτύπημα, μόνο και μόνο επειδή θα του φαινόταν καλό. Τις θρυλικές μονομαχίες του πάντα τις κέρδιζε, χρησιμοποιώντας τα πιο απλά και βασικά όπλα της τέχνης και στη πιο γνωστή του μάχη, εναντίον του Σασάκι Κοτζίρο, πλησίασε τον αντίπαλό. του, ένα γνωστό ξιφομάχο, με ένα κουπί στο χέρι, και τον σκότωσε σπάζοντας απλώς τον κορμό του κουπιού πάνω στο κεφάλι του.
Ο Ισάο Ινοκούμα, Πρωταθλητής της Ιαπωνίας και Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο Τζούντο, έλεγε ότι για όλες τις νίκες του και για τη ζώνη των έξι νταν, ήξερε μόνο περίπου 50 ανατροπές. Και όπως επιβεβαίωναν και οι αντίπαλοί του, τις ήξερε πολύ καλά και τις χρησιμοποιούσε την κατάλληλη στιγμή. Όπως και ο Μουσάσι, νικούσε αφού μεταχειριζόταν τις βασικές κινήσεις.
Η πίστη στον εαυτό σου εκδηλώνεται με διαφορετικούς τρόπους, κυρίως στις μαχητικές τέχνες, όπου η ικανότητα επιδεικνύεται σε κάθε κίνηση μπροστά στους δασκάλους και τους συναθλητές. Μερικοί μπουντόκα χρησιμοποιούν τις κομψές τους φόρμες για να ενισχύσoυν την αυτοπεποίθησή τους, άλλοι κρύβονται πίσω από το πέπλο του Ανατολίτικου μυστικισμού για να κάνουν τους εαυτούς τους πιο επιβλητικούς. Οι σύγχρονοι του Μουσάσι κατέφευγαν σε παρόμοια τεχνάσματα, αλλά ήταν ελλιπή για ανθρώπους σαν αυτόν. Για τον Μουσάσι, ήταν σύνηθες φαινόμενο οι απρόσμενες απειλές, οι αδιάκοπες κοινωνικές αναταραχές που συγκλόνιζαν την Ιαπωνία και ακόμα οι σποραδικές δολοφονικές απόπειρες απο ζηλότυπους αντιπάλους, και ήταν αναγκασμένος να αντιμετωπίζει τα προβλήματα με καθημερινή αταραξία, υιοθετώντας μια φιλοσοφία ζωής, που την παρομοίαζε με το πέρασμα ενός ποταμού.
"Αυτό σημαίνει ότι, όταν ξεκινάς για να πλεύσεις ξέρεις τη διαδρομή που θα ακολουθήσεις και σε τι κατάσταση βρίσκεται το σκάφος σου. Αν υιοθετήσεις τον παραπάνω τρόπο σκέψης, τότε αυτός θα έχει εφαρμογή σε κάθε σου δραστηριότητα. Πάντα να ακολουθείς τον δικό σου δρόμο στο πέρασμα του ποταμού" .
Μια αυτοπροσωπογραφία του Μουσάσι βρίσκεται στο Γιαπωνέζικο μουσείο τέχνης. Είναι απλά ντυμένος, αναμαλλιασμένος, ένας τρομακτικός πολεμιστής με άγριο βλέμμα και με έτοιμα τα δυο του σπαθιά. Κοιτάζοντας το άγριο ύφος του αναρωτιέται κανείς τι άνθρωπος ήταν. Αν τον κρίνουμε με τα σημερινά δεδομένα, ο Μιγιαμοτο Μουσάσι ήταν αναμφισβήτητα ένας σκληρός άνδρας, ο οποίος αδίστακτα σκότωνε, και με όλα τα δεδομένα, ο τρόπος ζωής του ήταν αξιολύπητος. Τιποτένιος, μισητός και μόνος, δημιουργεί ένα καινούργιο πρότυπο, με το οποίο ο μαθητής των μαχητικών τεχνών μάλλον θα ακολουθήσει τη δική του καριέρα, αλλά ακόμα την τεχνική επιδεξιότητα του Μουσάσι δεν την έχει φτάσει ποτέ κανένας. Σήμερα ανάμεσα στις αντιπροσωπευτικές μορφές της ξιφασκίας αναφέρεται ακόμα σαν ένας “κενσέι”, “άγιος της λεπίδας”.  Ακόμα και αν οι μοντέρνες τεχνικές στην εποχή μας είναι το καράτε, το τζούντo και το αϊκίντο, και όχι η χρησιμοποίηση του σπαθιού, η διδασκαλία του απο το μακρινό παρελθόν, διασώζεται στο “Book of Fiνe Rings” και είναι διαχρονικής σπουδαιότητας.
"Με την προπόνηση θα μπορείς να ελέγχεις το σώμα σου και να νικάς τους άλλους με αυτό. Μετά απο πολλή εξάσκηση θα μπορείς να νικάς δέκα άνδρες μόνο με το πνεύμα σου. Όταν θα το κατορθώσεις αυτό, δεν θα σημαίνει oτι είσαι ακατανίκητος" ;
Ο Μουσάσι υποστήριξε ότι για να φτάσεις σ' αυτο το σημείο, "Βήμα με βήμα, περπάτησε τον δρόμο των χιλιάδων χιλιομέτρων. Σήμερα νικάς τον χθεσινο εαυτο σου. Αύριο νικάς τους κατώτερούς σου ανθρώπους".

www.karate.gr   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου