Αναζητώντας τη Βασίλισσα της Σαχάρας
Η ιστορία της περιοχής Σαχάρα στην Αφρική είναι θαμμένη κάτω από τόνους άμμου που συνθέτουν την απέραντη έρημο. Μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, ζούσαν εκεί κυνηγοί και έμποροι, που σκάλισαν στους βράχους εικόνες ζώων, όπως καμηλοπαρδάλεις, οι οποίες έχουν πλέον εκλείψει από την περιοχή.
Γύρω στο 3500 π.Χ., οι κυνηγοί αντικαταστάθηκαν από νομάδες βοσκούς, που προφανώς έβρισκαν νερό και τροφή για τα ζώα τους εκεί που σήμερα εκτείνεται η αφιλόξενη έρημος. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας τους ανήγειραν πέτρινα μνημεία, ένα από τα οποία μοιάζει με το μεγαλιθικό Στόουνχετζ της Αγγλίας. Αυτοί οι νομαδικοί λαοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην περιοχή όταν ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος έγραψε για τις λευκές φυλές της Βορείου Αφρικής.
Τους αποκαλούν «ανθρώπους του βέλους» διότι οι άντρες κάλυπταν το πρόσωπό τους με βέλος. Οι νέοι άντρες άρχιζαν να φορούν το βέλος στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αφού περνούσαν μια σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, όπως οι Σπαρτιάτες. Φορούν πάντα το βέλος, μέρα και νύχτα, ακόμα κι όταν έτρωγαν ή όταν κοιμούνταν. Η όψη των ψηλών, σιωπηλών Τουαρέγκ φόβιζε τους Ευρωπαίους. Οι άντρες προκαλούσαν επίσης το θαυμασμό στους Ευρωπαίους με την αθλητική τους εμφάνιση και τις ικανότητές τους στο ακόντιο. Διοργάνωναν ένα είδος αγώνων που έμοιαζε με τους Ολυμπιακούς και περιλάμβανε άλμα εις μήκος και πάλη, κατά τη διάρκεια της οποίας εξακολουθούσαν να φοράνε το βέλος. Εάν το βέλος έπεφτε κατά λάθος, διέκοπταν τον αγώνα μέχρι ο νεαρός να καλυφθεί ξανά.
Η αντοχή αυτού του λαού ήταν παροιμιώδης, αλλά και απαραίτητη για τα σκληρά ταξίδια στην έρημο. Υπήρχαν ιστορίες που έλεγαν ότι άντρες Τουαρέγκ είχαν επιζήσει ακόμα κι αφού οι καμήλες τους είχαν πεθάνει στην έρημο.
Αυτό που προκαλούσε όμως τη μεγαλύτερη έκπληξη στον Ευρωπαίο του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν η θέση των γυναικών στην κοινωνία των Τουαρέγκ. Οι γυναίκες κατείχαν σημαντική δύναμη και μπορούσαν να χωρίσουν τους άντρες τους, εάν το ήθελαν. Η κληρονομιά περνούσε μέσω των γυναικών, επειδή «το στομάχι κρατάει το παιδί». Οι γυναίκες ήταν πιο μορφωμένες από τους άντρες και δίδασκαν στα παιδιά γραφή και ανάγνωση. Μπορούσαν να γράψουν από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά και από τα δεξιά προς τα αριστερά. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι διέκριναν στα γραπτά των Τουαρέγκ επιρροές από τους Φοίνικες, αλλά δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Στις πηγές που διαθέτουμε σήμερα, οι γυναίκες των Τουαρέγκ περιγράφονται ως ψηλές και κομψές, με λεπτά χέρια και καρπούς. Επειδή η κοινωνία των Τουαρέγκ είναι μητριαρχική και κυβερνάται από βασίλισσα, κανένας άντρας δε θα τολμούσε να βλάψει μια γυναίκα, ούτε ακόμα και κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών ανάμεσα στις φυλές. Οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι οι Τουαρέγκ ήταν δειλοί επειδή έφευγαν και άφηναν τις γυναίκες ανυπεράσπιστες, αλλά στο τέλος συνειδητοποίησαν ότι αυτό γινόταν επειδή πίστευαν ότι κανείς δεν μπορούσε να τους κάνει κακό.
Οι γυναίκες περηφανεύονταν για την ποίησή τους και κατά τη διάρκεια κοινωνικών συνευρέσεων που ονομάζονταν «Αχάλ» ψυχαγωγούνταν διαβάζοντας ποιήματα. Αυτοί οι εορτασμοί ξεκινούσαν με τις σκηνές των γυναικών στημένες σε κύκλο. Οι επισκέψεις σε άντρες επιτρέπονταν αφού είχε ολοκληρωθεί η ανάγνωση των ποιημάτων και η απαγγελία ιστοριών για θαρραλέους πολεμιστές της φυλής. Ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαν οι άντρες να βρίσκονται με γυναίκες, παρόλο που οι γυναίκες μπορούσαν ελεύθερα να αναζητήσουν την ανδρική συντροφιά.
Λέγεται ότι οι βασίλισσες των Τουαρέγκ υπηρετούσαν μία γυναικεία θεότητα που ονομάζεται Τάνιτ ή Λίμπια. Τιμούσαν τους προγόνους τους και όταν έπρεπε να λάβουν σημαντικές αποφάσεις κοιμόντουσαν σε τάφους εξεχόντων προσώπων. Οι ερευνητές διαφωνούν για το εάν προέρχονται από την Ανατολή και είναι απόγονοι Λιβυικής - Σημιτικής καταγωγής ή από το Βορά, απόγονοι των Βανδάλων ή των Καρθαγίνων. Οι ίδιοι οι Τουαρέγκ λένε ότι η βασίλισσά τους κατάγεται από τη Δύση, από το Μαρόκο. Σε κάθε περίπτωση, οι Τουαρέγκ, άντρες και γυναίκες, ζούσαν στην εχθρική Σαχάρα, αποτελώντας από τη μια, θανατηφόρα απειλή με τα επιθετικά καραβάνια τους, ενώ την επόμενη στιγμή τούς περιέγραφαν σαν ένα φιλικό λαό που καλοδεχόταν τους Ευρωπαίους προσφέροντάς τους τσάι.
Το να διασχίσει κανείς τη Σαχάρα τον 19ο αιώνα ήταν εξίσου δύσκολο όσο και ένα σημερινό διαστημικό ταξίδι. Η έρημος είχε επεκταθεί στα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μήκος και ενάμιση χιλιάδες χιλιόμετρα πλάτος. Η Σαχάρα φύλαξε τα μυστικά της μέχρι το 1826, όταν ο Ταγματάρχης Αλεξάντερ Γκόρντον Λέινγκ διοργάνωσε μια εξερευνητική αποστολή προς το Τιμπουκτού. Ο Ταγματάρχης αναχώρησε από την Τρίπολη, αλλά λίγες ημέρες αφότου έφτασε στον προορισμό του απεβίωσε. Αυτή δεν ήταν η μόνη αποστολή που είχε τραγικό τέλος, καθώς τα άγρια στοιχεία της φύσης στην έρημο εξασθενούσαν τον οργανισμό των ασυνήθιστων Ευρωπαίων. Όμως οι θρύλοι για χαμένες πόλεις, μυστικές οάσεις και τάφους βασιλισσών που προστατεύονταν από τζίνι, δελέαζαν τους εξερευνητές.
Με την εφεύρεση του αυτοκινήτου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να διασχίσουν την έρημο σε λιγότερες ημέρες και γρηγορότερα από εκείνους που καραδοκούσαν και επιτίθονταν στα καραβάνια. Ο Μπάιρον Κινγκ, Κόμης του Προρόκ, ήταν η επιτομή των τολμηρών, ρομαντικών και ριψοκίνδυνων εξερευνητών. Γεννημένος το 1896 στο Μεξικό, ήταν γιος του Αμερικανού Λεόν Καν. Μεγαλωμένος από το θείο του, ο οποίος ήταν πραγματικός κόμης, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το όνομα Μπάιρον, από τον ποιητή με τον οποίο ισχυριζόταν ότι είχε συγγένεια και τον τίτλο του θείου του.
Το 1926 ο κόμης συγκέντρωσε μία ομάδα από Αλγερινούς αξιωματούχους και έναν Αμερικανό φοιτητή και εξοπλισμένοι με εξάτροχα οχήματα Ρενό ξεκίνησαν να διασχίσουν την έρημο. Το όχημα που προπορευόταν διέθετε δώδεκα τροχούς και ήταν ένα πραγματικό σκάφος της άμμου. Η ομάδα διέθετε επίσης επιστημονικό εξοπλισμό, σκηνές, όπλα, σκαπάνες και άφθονη βενζίνη. Πήραν ακόμα μαζί τους ειδικά σχεδιασμένα κιβώτια για τους θησαυρούς που περίμεναν να βρουν. Η ομάδα αναζητούσε την πιο σημαντική βασίλισσα της ερήμου, την επονομαζόμενη Τιν Χινάν. Λέγεται ότι ήταν η μητέρα-βασίλισσα που είχε ενώσει τις φυλές στο μακρινό παρελθόν. Οι Τουαρέγκ τη θεωρούσαν κάτι σαν την Εύα. Το όνομά της σημαίνει «Νομαδική γυναίκα» και μέχρι σήμερα οι Τουαρέγκ την αποκαλούν «Μητέρα Όλων Μας».
Το μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι ξεκίνησε καλά, αλλά μόλις η ομάδα μπήκε για τα καλά στην έρημο, το δωδεκάτροχο όχημα γλίστρησε σε ένα ανάχωμα και έπεσε σε ποτάμι. Χρειάστηκαν τριάντα άντρες για να ξεκολλήσουν το όχημα από τη λάσπη του πυθμένα και να το σύρουν σε στεγνό έδαφος. Αυτή ήταν μόνο μία από τις πολλές κακοτυχίες που τους περίμεναν.
Η Σαχάρα είναι έρημος, αλλά δεν αποτελείται αποκλειστικά από άμμο. Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από ξηρή επίπεδη κοιλάδα, όπου ελάχιστα φυτρώνουν λόγω της βροχής και της ξηρασίας. Η αποστολή διέσχισε το αφιλόξενο τοπίο και ακολουθώντας τα αχνάρια προηγούμενων αποστολών κατόρθωσε να βρει νερό, ακόμα και τρόφιμα και να συνεχίσει την πορεία της, παρά τις ακραίες εναλλαγές τις θερμοκρασίας και τα ατυχήματα που προκαλούσε το ανώμαλο και συχνά βραχώδες έδαφος στα οχήματα.
Μετά από πολλές περιπέτειες, η αποστολή έφτασε τελικά στο Ταμάν (ή Ταμέν) Ρασέτ, την πρωτεύουσα των Τουαρέγκ. Το όνομα (Τ) Άμεν-Ρα-Σετ παραπέμπει σε τρεις σημαντικούς Αιγυπτίους θεούς, ενισχύοντας την υπόθεση ότι η περιοχή είχε δεσμούς από την αρχαιότητα με τη βορειοδυτική έρημο.
Από εκεί, η ομάδα έφτασε στην όαση Αμπελέσα. Ο κόμης Προρόκ ισχυριζόταν ότι ένας ηλικιωμένος Τουαρέγκ του είχε αποκαλύψει πού βρισκόταν θαμμένη η βασίλισσα Τιν Χινάν. Η όαση θεωρούνταν εμπορικός σταθμός καθ’ οδόν για τη Μεσόγειο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ενδείξεις για το ότι η Ρώμη είχε διεισδύσει τόσο νότια είναι ελάχιστες και ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει την «Μπάλσα» στη Βόρειο Αφρική, έναν τόπο που δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Μήπως εννοούσε την Αμπελέσα;
Σε κάθε περίπτωση, η κατασκευή της που μοιάζει με οχυρό, θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες Ρωμαϊκές κατασκευές που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να ελέγχουν την περιοχή της Μεσογείου. Η Αμπελέσα βρισκόταν στα μισά της διαδρομής για τους εμπόρους που ταξίδευαν από την Τύνιδα έως το Τιμπουκτού και τα οχυρά των Ρωμαίων χρησίμευαν σαν τελωνεία, όπου εισπράττονταν οι δασμοί ή τα διόδια από τα καραβάνια που περνούσαν. Ωστόσο, το κτίσμα που ανακαλύφθηκε στην Αμπελέσα είχε τείχη χτισμένα από παχύ βασάλτη και μόνο μία είσοδο, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε ένα κτίριο που προορίζεται για να προστατέψει και να κρύψει κάτι.
Ο κόμης Προρόκ το περιέγραφε περισσότερο σαν έναν τύμβο, παρά σαν οχυρό και το συνέκρινε με τους τάφους του Βασιλιά Τζούμπα ΙΙ και της Κλεοπάτρας Σελήνης, δύο Βερβερικά μνημεία της Αλγερίας που δεν χρησιμοποιούνταν σαν τελωνειακοί ή αμυντικοί σταθμοί. Η ομάδα του κόμη άρχισε να απομακρύνει με κόπο τις πέτρες που κάλυπταν την είσοδο του κτίσματος, πολλές από τις οποίες έφεραν εγχάρακτες επιγραφές που έπρεπε να μεταφραστούν. Ο μεγαλύτερος φόβος ήταν ότι οι Τουαρέγκ θα έβλεπαν τι γινόταν και θα έρχονταν να τους σταματήσουν ή ακόμα και να τους σκοτώσουν.
Τελικά το εσωτερικό τού κτίσματος αποκαλύφθηκε. Σύμφωνα με τον Προρόκ, η εσωτερική διαρρύθμιση των αιθουσών θύμιζε περισσότερο ναό παρά χώρο κατοικίας. Υπήρχαν έντεκα αίθουσες, οι οποίες ανοίχτηκαν μέσα σε τρεις μέρες. Μετά από μια μεγάλη αποθήκη στην οποία βρέθηκαν σιτηρά και τρόφιμα καλά διατηρημένα, η ομάδα βρέθηκε σ' ένα μεγαλύτερο θάλαμο. Σε αντίθεση με τα άλλα δωμάτια, το δάπεδό του ήταν καλυμμένο με μονολιθικές πλάκες, οι οποίες, όταν αφαιρέθηκαν με μεγάλη δυσκολία, αποκάλυψαν έναν μικρότερο θάλαμο. Εκεί αναπαυόταν η Τιν Χινάν.
Όταν πρωτοανακαλύφθηκε ο σκελετός της, κειτόταν με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα. Το σώμα της ήταν καλυμμένο με βαμμένο δέρμα στο οποίο βρέθηκαν ίχνη χρυσού. Η σωρός αναπαυόταν επάνω σε ένα κρεβάτι από κατεργασμένο ξύλο. Στο δεξί της χέρι φορούσε επτά ασημένια βραχιόλια και στο αριστερό της φορούσε επτά χρυσά βραχιόλια. Το περιδέραιό της ήταν διακοσμημένο με τριακόσιους πολύτιμους λίθους. Άλλα κοσμήματα, όπως σμαράγδια, αμέθυστοι και χρυσές χάντρες βρέθηκαν τοποθετημένα σε καλάθια, ενώ στο χώρο βρέθηκαν επίσης φυλαχτά, αναθήματα και το αγαλματάκι μιας γυναικείας θεότητας. Σε δύο κοσμήματα βρέθηκαν αποτυπωμένες αναπαραστάσεις Ρωμαϊκών νομισμάτων από τις αρχές του τετάρτου αιώνα.
Συνολικά ογδόντα κιβώτια με θησαυρούς και τεχνουργήματα φορτώθηκαν στο καραβάνι των οχημάτων. Με τα αποθέματα τροφής τους να έχουν λιγοστέψει σημαντικά, και φοβούμενοι την οργή και την καταδίωξη των ντόπιων, καθώς ακούγονταν φήμες για το θησαυρό που είχε κλαπεί, η ομάδα ακολούθησε τη συντομότερη διαδρομή προς το βορά. Σήμερα, μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα στεγάζονται στο Μουσείο Μπαρντό της Αλγερίας. Ο ίδιος ο κόμης επέστρεψε ασφαλής σπίτι του και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του δίνοντας διαλέξεις.
Οπωσδήποτε η Τιν Χινάν ήταν μια σημαντική γυναίκα που επηρέασε έναν ολόκληρο λαό και ενταφιάστηκε με τιμές. Εκτός από βασίλισσα των Τουαρέγκ όμως, πρέπει να συμβόλιζε πολλά περισσότερα για εκείνους. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κάποια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα ποια ακριβώς ήταν. Ο τάφος της δεν περιείχε μόνο Ρωμαϊκά νομίσματα, αλλά και τεχνουργήματα που θεωρήθηκαν προϊστορικά αγαλματίδια θεοτήτων, του είδους που συνήθως απαντάται σε χώρους ανασκαφών ηλικίας 3500 χρόνων π.Χ. Ο μυθιστοριογράφος Πιέρ Μπενό βάσισε το μυθιστόρημά του Atlantide στη μυστηριώδη γυναίκα του Χόγκαρ, θεωρώντας την απόγονο του λαού της Ατλαντίδας. Αρκετοί μελετητές συμμερίζονται την άποψή του, όμως τα στοιχεία δεν επαρκούν για να γίνει η σύνδεση και η μυστηριώδης βασίλισσα φαίνεται να κρατάει ακόμα καλά κρυμμένο το μυστικό της ύπαρξής της.
ΠΗΓΗ Copyright - oroskopio.com
====
Πρόσεξα πώς πολύ σάς αρεσαν οι αναρτήσειςγιά τούς Τουαρένγκ..λοιπόν υπήρχε λόγος πού εβαλα εδώ τά κείμενα..τίποτε δέν κάνω τυχαία..απλά γιά λόγους που προσπερνούν τήν θέλησή μου αποφεύγω τά σχόλια...
Πρόσφατα ειδατε ολοι Τουαρέγκ...μόνο τίς πολεμικές ιαχές τής ερήμου δέν ακούσατε..τούς ειδατε ομως..νέους, γερούς, δυνατούς στήν Αθήνα εδώ..πού;;;δέν ειναι δύσκολο..γιά σκεφτείτε...
Η ιστορία της περιοχής Σαχάρα στην Αφρική είναι θαμμένη κάτω από τόνους άμμου που συνθέτουν την απέραντη έρημο. Μερικές χιλιάδες χρόνια πριν, ζούσαν εκεί κυνηγοί και έμποροι, που σκάλισαν στους βράχους εικόνες ζώων, όπως καμηλοπαρδάλεις, οι οποίες έχουν πλέον εκλείψει από την περιοχή.
Γύρω στο 3500 π.Χ., οι κυνηγοί αντικαταστάθηκαν από νομάδες βοσκούς, που προφανώς έβρισκαν νερό και τροφή για τα ζώα τους εκεί που σήμερα εκτείνεται η αφιλόξενη έρημος. Σε κάποιο σημείο της ιστορίας τους ανήγειραν πέτρινα μνημεία, ένα από τα οποία μοιάζει με το μεγαλιθικό Στόουνχετζ της Αγγλίας. Αυτοί οι νομαδικοί λαοί εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην περιοχή όταν ο Ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος έγραψε για τις λευκές φυλές της Βορείου Αφρικής.
Τους αποκαλούν «ανθρώπους του βέλους» διότι οι άντρες κάλυπταν το πρόσωπό τους με βέλος. Οι νέοι άντρες άρχιζαν να φορούν το βέλος στην ηλικία των δεκαπέντε ετών, αφού περνούσαν μια σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, όπως οι Σπαρτιάτες. Φορούν πάντα το βέλος, μέρα και νύχτα, ακόμα κι όταν έτρωγαν ή όταν κοιμούνταν. Η όψη των ψηλών, σιωπηλών Τουαρέγκ φόβιζε τους Ευρωπαίους. Οι άντρες προκαλούσαν επίσης το θαυμασμό στους Ευρωπαίους με την αθλητική τους εμφάνιση και τις ικανότητές τους στο ακόντιο. Διοργάνωναν ένα είδος αγώνων που έμοιαζε με τους Ολυμπιακούς και περιλάμβανε άλμα εις μήκος και πάλη, κατά τη διάρκεια της οποίας εξακολουθούσαν να φοράνε το βέλος. Εάν το βέλος έπεφτε κατά λάθος, διέκοπταν τον αγώνα μέχρι ο νεαρός να καλυφθεί ξανά.
Η αντοχή αυτού του λαού ήταν παροιμιώδης, αλλά και απαραίτητη για τα σκληρά ταξίδια στην έρημο. Υπήρχαν ιστορίες που έλεγαν ότι άντρες Τουαρέγκ είχαν επιζήσει ακόμα κι αφού οι καμήλες τους είχαν πεθάνει στην έρημο.
Αυτό που προκαλούσε όμως τη μεγαλύτερη έκπληξη στον Ευρωπαίο του δεκάτου ενάτου αιώνα ήταν η θέση των γυναικών στην κοινωνία των Τουαρέγκ. Οι γυναίκες κατείχαν σημαντική δύναμη και μπορούσαν να χωρίσουν τους άντρες τους, εάν το ήθελαν. Η κληρονομιά περνούσε μέσω των γυναικών, επειδή «το στομάχι κρατάει το παιδί». Οι γυναίκες ήταν πιο μορφωμένες από τους άντρες και δίδασκαν στα παιδιά γραφή και ανάγνωση. Μπορούσαν να γράψουν από τα αριστερά προς τα δεξιά, αλλά και από τα δεξιά προς τα αριστερά. Οι ερευνητές ισχυρίζονται ότι διέκριναν στα γραπτά των Τουαρέγκ επιρροές από τους Φοίνικες, αλλά δεν υπάρχουν άμεσα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Στις πηγές που διαθέτουμε σήμερα, οι γυναίκες των Τουαρέγκ περιγράφονται ως ψηλές και κομψές, με λεπτά χέρια και καρπούς. Επειδή η κοινωνία των Τουαρέγκ είναι μητριαρχική και κυβερνάται από βασίλισσα, κανένας άντρας δε θα τολμούσε να βλάψει μια γυναίκα, ούτε ακόμα και κατά τη διάρκεια εχθροπραξιών ανάμεσα στις φυλές. Οι Ευρωπαίοι θεωρούσαν ότι οι Τουαρέγκ ήταν δειλοί επειδή έφευγαν και άφηναν τις γυναίκες ανυπεράσπιστες, αλλά στο τέλος συνειδητοποίησαν ότι αυτό γινόταν επειδή πίστευαν ότι κανείς δεν μπορούσε να τους κάνει κακό.
Οι γυναίκες περηφανεύονταν για την ποίησή τους και κατά τη διάρκεια κοινωνικών συνευρέσεων που ονομάζονταν «Αχάλ» ψυχαγωγούνταν διαβάζοντας ποιήματα. Αυτοί οι εορτασμοί ξεκινούσαν με τις σκηνές των γυναικών στημένες σε κύκλο. Οι επισκέψεις σε άντρες επιτρέπονταν αφού είχε ολοκληρωθεί η ανάγνωση των ποιημάτων και η απαγγελία ιστοριών για θαρραλέους πολεμιστές της φυλής. Ήταν μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαν οι άντρες να βρίσκονται με γυναίκες, παρόλο που οι γυναίκες μπορούσαν ελεύθερα να αναζητήσουν την ανδρική συντροφιά.
Λέγεται ότι οι βασίλισσες των Τουαρέγκ υπηρετούσαν μία γυναικεία θεότητα που ονομάζεται Τάνιτ ή Λίμπια. Τιμούσαν τους προγόνους τους και όταν έπρεπε να λάβουν σημαντικές αποφάσεις κοιμόντουσαν σε τάφους εξεχόντων προσώπων. Οι ερευνητές διαφωνούν για το εάν προέρχονται από την Ανατολή και είναι απόγονοι Λιβυικής - Σημιτικής καταγωγής ή από το Βορά, απόγονοι των Βανδάλων ή των Καρθαγίνων. Οι ίδιοι οι Τουαρέγκ λένε ότι η βασίλισσά τους κατάγεται από τη Δύση, από το Μαρόκο. Σε κάθε περίπτωση, οι Τουαρέγκ, άντρες και γυναίκες, ζούσαν στην εχθρική Σαχάρα, αποτελώντας από τη μια, θανατηφόρα απειλή με τα επιθετικά καραβάνια τους, ενώ την επόμενη στιγμή τούς περιέγραφαν σαν ένα φιλικό λαό που καλοδεχόταν τους Ευρωπαίους προσφέροντάς τους τσάι.
Το να διασχίσει κανείς τη Σαχάρα τον 19ο αιώνα ήταν εξίσου δύσκολο όσο και ένα σημερινό διαστημικό ταξίδι. Η έρημος είχε επεκταθεί στα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μήκος και ενάμιση χιλιάδες χιλιόμετρα πλάτος. Η Σαχάρα φύλαξε τα μυστικά της μέχρι το 1826, όταν ο Ταγματάρχης Αλεξάντερ Γκόρντον Λέινγκ διοργάνωσε μια εξερευνητική αποστολή προς το Τιμπουκτού. Ο Ταγματάρχης αναχώρησε από την Τρίπολη, αλλά λίγες ημέρες αφότου έφτασε στον προορισμό του απεβίωσε. Αυτή δεν ήταν η μόνη αποστολή που είχε τραγικό τέλος, καθώς τα άγρια στοιχεία της φύσης στην έρημο εξασθενούσαν τον οργανισμό των ασυνήθιστων Ευρωπαίων. Όμως οι θρύλοι για χαμένες πόλεις, μυστικές οάσεις και τάφους βασιλισσών που προστατεύονταν από τζίνι, δελέαζαν τους εξερευνητές.
Με την εφεύρεση του αυτοκινήτου οι ταξιδιώτες μπορούσαν να διασχίσουν την έρημο σε λιγότερες ημέρες και γρηγορότερα από εκείνους που καραδοκούσαν και επιτίθονταν στα καραβάνια. Ο Μπάιρον Κινγκ, Κόμης του Προρόκ, ήταν η επιτομή των τολμηρών, ρομαντικών και ριψοκίνδυνων εξερευνητών. Γεννημένος το 1896 στο Μεξικό, ήταν γιος του Αμερικανού Λεόν Καν. Μεγαλωμένος από το θείο του, ο οποίος ήταν πραγματικός κόμης, αποφάσισε να χρησιμοποιεί το όνομα Μπάιρον, από τον ποιητή με τον οποίο ισχυριζόταν ότι είχε συγγένεια και τον τίτλο του θείου του.
Το 1926 ο κόμης συγκέντρωσε μία ομάδα από Αλγερινούς αξιωματούχους και έναν Αμερικανό φοιτητή και εξοπλισμένοι με εξάτροχα οχήματα Ρενό ξεκίνησαν να διασχίσουν την έρημο. Το όχημα που προπορευόταν διέθετε δώδεκα τροχούς και ήταν ένα πραγματικό σκάφος της άμμου. Η ομάδα διέθετε επίσης επιστημονικό εξοπλισμό, σκηνές, όπλα, σκαπάνες και άφθονη βενζίνη. Πήραν ακόμα μαζί τους ειδικά σχεδιασμένα κιβώτια για τους θησαυρούς που περίμεναν να βρουν. Η ομάδα αναζητούσε την πιο σημαντική βασίλισσα της ερήμου, την επονομαζόμενη Τιν Χινάν. Λέγεται ότι ήταν η μητέρα-βασίλισσα που είχε ενώσει τις φυλές στο μακρινό παρελθόν. Οι Τουαρέγκ τη θεωρούσαν κάτι σαν την Εύα. Το όνομά της σημαίνει «Νομαδική γυναίκα» και μέχρι σήμερα οι Τουαρέγκ την αποκαλούν «Μητέρα Όλων Μας».
Το μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι ξεκίνησε καλά, αλλά μόλις η ομάδα μπήκε για τα καλά στην έρημο, το δωδεκάτροχο όχημα γλίστρησε σε ένα ανάχωμα και έπεσε σε ποτάμι. Χρειάστηκαν τριάντα άντρες για να ξεκολλήσουν το όχημα από τη λάσπη του πυθμένα και να το σύρουν σε στεγνό έδαφος. Αυτή ήταν μόνο μία από τις πολλές κακοτυχίες που τους περίμεναν.
Η Σαχάρα είναι έρημος, αλλά δεν αποτελείται αποκλειστικά από άμμο. Το μεγαλύτερο μέρος της καλύπτεται από ξηρή επίπεδη κοιλάδα, όπου ελάχιστα φυτρώνουν λόγω της βροχής και της ξηρασίας. Η αποστολή διέσχισε το αφιλόξενο τοπίο και ακολουθώντας τα αχνάρια προηγούμενων αποστολών κατόρθωσε να βρει νερό, ακόμα και τρόφιμα και να συνεχίσει την πορεία της, παρά τις ακραίες εναλλαγές τις θερμοκρασίας και τα ατυχήματα που προκαλούσε το ανώμαλο και συχνά βραχώδες έδαφος στα οχήματα.
Μετά από πολλές περιπέτειες, η αποστολή έφτασε τελικά στο Ταμάν (ή Ταμέν) Ρασέτ, την πρωτεύουσα των Τουαρέγκ. Το όνομα (Τ) Άμεν-Ρα-Σετ παραπέμπει σε τρεις σημαντικούς Αιγυπτίους θεούς, ενισχύοντας την υπόθεση ότι η περιοχή είχε δεσμούς από την αρχαιότητα με τη βορειοδυτική έρημο.
Από εκεί, η ομάδα έφτασε στην όαση Αμπελέσα. Ο κόμης Προρόκ ισχυριζόταν ότι ένας ηλικιωμένος Τουαρέγκ του είχε αποκαλύψει πού βρισκόταν θαμμένη η βασίλισσα Τιν Χινάν. Η όαση θεωρούνταν εμπορικός σταθμός καθ’ οδόν για τη Μεσόγειο κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Οι ενδείξεις για το ότι η Ρώμη είχε διεισδύσει τόσο νότια είναι ελάχιστες και ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει την «Μπάλσα» στη Βόρειο Αφρική, έναν τόπο που δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Μήπως εννοούσε την Αμπελέσα;
Σε κάθε περίπτωση, η κατασκευή της που μοιάζει με οχυρό, θυμίζει πολύ τις αντίστοιχες Ρωμαϊκές κατασκευές που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να ελέγχουν την περιοχή της Μεσογείου. Η Αμπελέσα βρισκόταν στα μισά της διαδρομής για τους εμπόρους που ταξίδευαν από την Τύνιδα έως το Τιμπουκτού και τα οχυρά των Ρωμαίων χρησίμευαν σαν τελωνεία, όπου εισπράττονταν οι δασμοί ή τα διόδια από τα καραβάνια που περνούσαν. Ωστόσο, το κτίσμα που ανακαλύφθηκε στην Αμπελέσα είχε τείχη χτισμένα από παχύ βασάλτη και μόνο μία είσοδο, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε ένα κτίριο που προορίζεται για να προστατέψει και να κρύψει κάτι.
Ο κόμης Προρόκ το περιέγραφε περισσότερο σαν έναν τύμβο, παρά σαν οχυρό και το συνέκρινε με τους τάφους του Βασιλιά Τζούμπα ΙΙ και της Κλεοπάτρας Σελήνης, δύο Βερβερικά μνημεία της Αλγερίας που δεν χρησιμοποιούνταν σαν τελωνειακοί ή αμυντικοί σταθμοί. Η ομάδα του κόμη άρχισε να απομακρύνει με κόπο τις πέτρες που κάλυπταν την είσοδο του κτίσματος, πολλές από τις οποίες έφεραν εγχάρακτες επιγραφές που έπρεπε να μεταφραστούν. Ο μεγαλύτερος φόβος ήταν ότι οι Τουαρέγκ θα έβλεπαν τι γινόταν και θα έρχονταν να τους σταματήσουν ή ακόμα και να τους σκοτώσουν.
Τελικά το εσωτερικό τού κτίσματος αποκαλύφθηκε. Σύμφωνα με τον Προρόκ, η εσωτερική διαρρύθμιση των αιθουσών θύμιζε περισσότερο ναό παρά χώρο κατοικίας. Υπήρχαν έντεκα αίθουσες, οι οποίες ανοίχτηκαν μέσα σε τρεις μέρες. Μετά από μια μεγάλη αποθήκη στην οποία βρέθηκαν σιτηρά και τρόφιμα καλά διατηρημένα, η ομάδα βρέθηκε σ' ένα μεγαλύτερο θάλαμο. Σε αντίθεση με τα άλλα δωμάτια, το δάπεδό του ήταν καλυμμένο με μονολιθικές πλάκες, οι οποίες, όταν αφαιρέθηκαν με μεγάλη δυσκολία, αποκάλυψαν έναν μικρότερο θάλαμο. Εκεί αναπαυόταν η Τιν Χινάν.
Όταν πρωτοανακαλύφθηκε ο σκελετός της, κειτόταν με τα χέρια ακόμα σταυρωμένα. Το σώμα της ήταν καλυμμένο με βαμμένο δέρμα στο οποίο βρέθηκαν ίχνη χρυσού. Η σωρός αναπαυόταν επάνω σε ένα κρεβάτι από κατεργασμένο ξύλο. Στο δεξί της χέρι φορούσε επτά ασημένια βραχιόλια και στο αριστερό της φορούσε επτά χρυσά βραχιόλια. Το περιδέραιό της ήταν διακοσμημένο με τριακόσιους πολύτιμους λίθους. Άλλα κοσμήματα, όπως σμαράγδια, αμέθυστοι και χρυσές χάντρες βρέθηκαν τοποθετημένα σε καλάθια, ενώ στο χώρο βρέθηκαν επίσης φυλαχτά, αναθήματα και το αγαλματάκι μιας γυναικείας θεότητας. Σε δύο κοσμήματα βρέθηκαν αποτυπωμένες αναπαραστάσεις Ρωμαϊκών νομισμάτων από τις αρχές του τετάρτου αιώνα.
Συνολικά ογδόντα κιβώτια με θησαυρούς και τεχνουργήματα φορτώθηκαν στο καραβάνι των οχημάτων. Με τα αποθέματα τροφής τους να έχουν λιγοστέψει σημαντικά, και φοβούμενοι την οργή και την καταδίωξη των ντόπιων, καθώς ακούγονταν φήμες για το θησαυρό που είχε κλαπεί, η ομάδα ακολούθησε τη συντομότερη διαδρομή προς το βορά. Σήμερα, μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα στεγάζονται στο Μουσείο Μπαρντό της Αλγερίας. Ο ίδιος ο κόμης επέστρεψε ασφαλής σπίτι του και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης ζωής του δίνοντας διαλέξεις.
Οπωσδήποτε η Τιν Χινάν ήταν μια σημαντική γυναίκα που επηρέασε έναν ολόκληρο λαό και ενταφιάστηκε με τιμές. Εκτός από βασίλισσα των Τουαρέγκ όμως, πρέπει να συμβόλιζε πολλά περισσότερα για εκείνους. Μέχρι σήμερα δεν έχει δοθεί κάποια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα ποια ακριβώς ήταν. Ο τάφος της δεν περιείχε μόνο Ρωμαϊκά νομίσματα, αλλά και τεχνουργήματα που θεωρήθηκαν προϊστορικά αγαλματίδια θεοτήτων, του είδους που συνήθως απαντάται σε χώρους ανασκαφών ηλικίας 3500 χρόνων π.Χ. Ο μυθιστοριογράφος Πιέρ Μπενό βάσισε το μυθιστόρημά του Atlantide στη μυστηριώδη γυναίκα του Χόγκαρ, θεωρώντας την απόγονο του λαού της Ατλαντίδας. Αρκετοί μελετητές συμμερίζονται την άποψή του, όμως τα στοιχεία δεν επαρκούν για να γίνει η σύνδεση και η μυστηριώδης βασίλισσα φαίνεται να κρατάει ακόμα καλά κρυμμένο το μυστικό της ύπαρξής της.
ΠΗΓΗ Copyright - oroskopio.com
====
Πρόσεξα πώς πολύ σάς αρεσαν οι αναρτήσειςγιά τούς Τουαρένγκ..λοιπόν υπήρχε λόγος πού εβαλα εδώ τά κείμενα..τίποτε δέν κάνω τυχαία..απλά γιά λόγους που προσπερνούν τήν θέλησή μου αποφεύγω τά σχόλια...
Πρόσφατα ειδατε ολοι Τουαρέγκ...μόνο τίς πολεμικές ιαχές τής ερήμου δέν ακούσατε..τούς ειδατε ομως..νέους, γερούς, δυνατούς στήν Αθήνα εδώ..πού;;;δέν ειναι δύσκολο..γιά σκεφτείτε...
Πολύ ενδιαφέρουσα η ανάρτηση για θέματα που δε γνώριζα
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλί και Γλαρένιες αγκαλιές
καλησπέρα γλαράκι..χμ εχεις δει Τουαρέγκ..τούς ειδες πρόσφατα κι εσυ κι ολοι μας...να είσαι καλά...φιλάκιααα
ΑπάντησηΔιαγραφή