Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΠΑΥΛΟΣ ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ.....[ΚΡΑΥΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΑ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ]

Καταλήγουμε πάντα σ' ενα ερωτηματικό. Άραγε η Λέξη, η ελεύθερη Λέξη, πού εκφράζει την απώτερη επιθυμία, και που θα φύγη απ' το στόμα μας, θα 'ναι για Εκείνη, για μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; Τόσες αγωνίες, αμφιβολίες, αναζητήσεις (τα φωνήεντα της Λέξης), δημιουργίες (τα σύμφωνα της Λέξης, θα συγκροτήσουν, μετά το πέρασμα του Χρόνου, (στο γοργό, αναπολητικό ξαναγύρισμα του νου στα περασμένα) μια Λέξη (αναγνώριση της επιθυμίας) αφιερωμένη σ' Εκείνη, σε μία (πρόσωπο ή απρόσωπη, ιδανικό) Εκείνη; 'Ή σε κάποια άλλη αξία...Π.ΚΥΡΑΓΓΕΛΟΣ



Αθέτηση

α’
Στάθηκα στην άκρη της λίμνης του παρελθόντος,
περιμένοντας το φθινόπωρο.
Στήν άκρη της όχθης αναμνήσεις φυτρωμένες
σκιές μπροστά στην νοσταλγία παρελαύνουν.
Στέκω ορθός δίπλα στην κίνηση,
άγαλμ' αναίσθητο, αφογκραζόμενο
υποήχους παιάνων.
Σέ μία γλώσσα, πού δεν εννοώ,
μια άνοιξη, αγνότατη γιά τον κόσμο τον δικό μου, φλυαρεί.
Πέταξαν πέρ' απ' τον ορίζοντα θελήσεις
— δάκρυ δεν χύθηκε.
Εμενα πάντα δίπλα τους'
κανείς δεν στάθηκε κοντά μου.
Ετσι δεν μάντεψαν το τί ψιθύρισα
ποτέ δεν θα με μεταφράσουν,
(Ήταν η σιωπή μου μία φλυαρία,
τόσο ξενόγλωσση).
Τις τελευταίες χάραξα της απομόνωσης κολώνες
πάνω στα χρώματα των λουλουδιών
αδύνατο να τα αγγίξω.
Με μία βακτηρία μαγεμένη
περνώ ανάμεσα τους αγευστα.
Ούτ’ ένα αγγισμα δεν μου 'δωσαν,
ούτ' ένα πέταλο τους δέν αιστάνθηκα.
Με πληγωμένα όνειρα
απομακρύνθηκα από τη λίμνη
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν
το φθινόπωρο, πού ’ρθε παντοδύναμο,
στολή κίτρινων φύλλων μου επέβαλε).
Στου ήλιου τις αχτίνες
το ύστατο ζωντάνιας βλέμμα αφιέρωσα.
Έπειτα πάτησα το πρώτο σκαλοπάτι
(Η "κλίμαξ της καθόδου")...

β'·
Θυμάμαι... τις πρώτες προφητείες μου,
χαρισμένες στο Χάροντα.
Τότε Εκείνη ήταν Λέξη.
Μιλούσα για τις γκρεμισμένες τις στοές,
για τα ερείπια, για την ψυχρή του σκοταδιού σελήνη.
Στης χαραυγής έπεφτα τις εκστάσεις,
βουνά πορείας πρωταντίκρυζα,


τη λίμνη ακόμα δεν την εβλεπα.
Άνοιγ' έπειτα ο ορίζοντας,
πουλιά καινούργιο έφερνε, με τις φτερούγες τους μεγάλες·
ήτανε νοτισμένες άπ' τη λίμνη,
Τότε διόρθωνα τις προφητείες μου,
με ήλιο τις πλαισίωνα,
τις έπαιρνα από το Χάροντα.
Μιλούσα τώρα για τα στάχυα
— έμοιαζαν τόσο με τη λίμνη,
με τα κύματα —
και τα πουλιά, που έρχονταν, τα πρόσεχα.
Στίς προφητείες μου προσάρμοσα την κίνηση τους,
για τους καρπους των δέντρων μίλησα
και για τα βήματα στην αμμουδιά.
Τότε Εκείνη ήταν Σκέψη.
Εσκέφτηκα πάλι τη λίμνη — μ' απομάκρυνση
σε μία προσμονής αδυναμία την εσυνειδητοποίησα
και την ωνόμασα θάλασσα.
Πάνω, στη θάλασσα τις προφητείες μου άπλωσα,
τις έντυσα αρμύρα,
με φύκια τις πλαισίωσα
και επροφήτεψα τα κύματα,
προφήτεψα τα ψάρια.
όλη τη σαγήνη της υποβρύχιας ζωής.
Για τη λίμνη δεν έκλαψα,
που την είχανε φτιάξει τα ποτάμια,
η θάλασσα μου αρκούσε.
Εκείνη ήταν πλέον Θέληση.
Η γλωσσά μου όμως απόμεινε λιμνιώτικη,
στη διάλεκτο της θάλασσας θα ελεγόταν
θα 'τανε — Εκείνη — Πόθος)

γ’
Τώρα οι προφήτες έφυγαν.
Το τελευταίο επεισόδιο
ήταν η απομάκρυνση του απ' τη θάλασσα
(αυτό σημαίνει: μ' απομάκρυναν).
Χρωμάτισαν με γη τις προφητείες μου,
τις φέραν πάνω σ' έξοχες δενδρόσπαρτες,
βατόμουρα γεμάτες και εληές.
Θυμήθηκα τις προφητείες μου για τα στάχυα,
για τα πουλιά και τους καρπούς των δέντρων
- τότε, που Εκείνη ήταν Σκέψη.
Τώρα δεν προφητεύω,
οι ώρες μου, πεζές, μένουν μέσα σε συλλογές καρπών
απλές.
λείψαν τ' ανθίσματα.
Εκείνη τώρα είν Καρπός.
Αυτό ήταν το τελευταίο επεισόδιο
— έφυγαν οι προφήτες τώρα.

δ'.
Εδώ μ' απαρνηθήκανε κι οι λέξεις,
απόμεινα με λίγα αδύναμα φωνήεντα,
κανένα σύμφωνο ή φθόγγος ισχυρός.
Στα όνειρα πέρασαν όλοι οί καρποί. . .
Στής δύναμης απάνω τα ερείπια έχτισα μιαν ανάμνηση
— όταν θα έρθη το φθινόπωρο ένα τουλάχιστ' όρθιο θα
υπάρχει,
κάτι, για να το αντιμετωπίση, όρθιο.
Τις προφητείες μου, αρχαίες, θα του δείξω
και θα του αποδείξω πώς δεν είμαι ηττημένος :
της άνοιξης τη λίμνη δεν την έχασα,
γιατί δεν πρόλαβε να μου την πάρη :
δεν βρέθηκα ποτέ ανάμεσα στίς καλαμιές της.
Τις απουσίες μόνο απαρίθμησα,
που συγκροτήσανε την αγνοία μου σχετικά μ' αυτήν,
και τις συμμάζεψα με χέρι στοργικό
— θα 'ναι προσκέφαλο παρηγοριάς.

ε'.
Την τράβηξα πολύ προτού εμφανισθή
του φθινοπώρου τη φωτογραφία.
Για ένα προφήτη
ήτανε κάτι εύκολο.
Μπροστά του πήγαινε κάποιου Όνείρου το ξεθώριασμα
— ήταν Εκείνη.
Πρώτη φορά προφήτευα με μιαν εικόνα
— οι λέξεις μ' είχανε απαρνηθή.
Αλλά παρίστανε κάτι από το Παρελθόν :
τότε κατάλαβα πώς δεν ήμουνα πια προφήτης,
τότε εννόησα πώς επιστρέψανε στο Χάροντα οι προφητείες
μου.
Και ήξερα, ΄Εκείνη ήταν πλέον μόνον Όνομα.

ς’
Αναλογίζομαι μιαν αναγέννηση.
Είναι λίγος καιρός, που εγκατέλειψα το πρώτο φέρετρο·
μ' άφησε λέφτερο,
μόνο τις προφητείες μου εκράτησε
— πιστεύω, για τροφή.
Στή λίμνη δίπλα μ' έβαλε
— στη λίμνη, επιτέλους.
Αλλά δεν ήμουν πια προφήτης,
και το φθινόπωρο είχε προηγηθή.
Τί να την κάνης πια τη λίμνη,
όταν έχη περάσει το φθινόπωρο;
Γι' αυτό εσύναζα τις πέντε τελευταίες σκέψεις μου,
μαζί τους στάθηκα στήν άκρη της λίμνης του παρελθόντος
περιμένοντας το φθινόπωρο;
Όχι, είχε περάσει.
Κάποιος προφήτης το αντιμετώπισε,
μόλις πλησίασε.
Η δύναμή του εκρεμόταν στο συλλογισμό
ότι ή λίμνη ήτανε δική του,
πώς το φθινόπωρο δεν την εκέρδισε
(δεν την εκέρδισ' απ' αυτόν,
γιατί ποτέ δεν του την είχε δώσει).
Μα το φθινόπωρο επέρασε
-— επέρασε κυρίαρχο,
δεν ξέρω πια ο θαρραλέος ποιος ήταν προφήτης
(ήταν το μόνο όρθιο κάτι, το φθινόπωρο που πρόσμενε,
με μίσος)
Τώρα με πέντε λέξεις παίζω μέσ' στη χούφτα μου •
— πέντε πιστές ξαναγυρίσαν λέξεις —
τη Λέξη και τη Σκέψη της, τη Θέληση της, τον Καρπό
της, τ' Όνειρο.
Τις πέντε λέξεις τις πιστές μου τις ωνόμασα
(μια μνήμη τα ονόματά τους υπαγόρεψε απρόσωπη),
αλλά το ξέρα, κι ας μην είμαι πια προφήτης,
πώς, και οι πέντε τους μαζί, θα χτίσουνε την ίδια πρόταση.

ζ'.
Έχαοα το συλλογισμό μου.
Στο κουρασμένο μου μυαλό μονάχα μία πρόταση
αναδεύεται,
τη φτιάνουν πέντε λέξεις.
Δεν πίστεψα ποτέ στην πίστη τους,
κι όμως μονάχα τούτες τώρα μου απόμειναν.
Λοιπόν, σ' αυτή τη λίμνη δίπλα κάθισα πολύ.
Ας φύγω από δίπλα της, μιλώ μια γλώσσα άγνωστη της.

η’
Ποτέ μου τόσο δεν περπάτησα.
Μα πόσος τάχα δρόμος για το φώς χρειάζεται;
Περπάτησα πολύ.
Με μια επίσκεψη σε κάποιο φέρετρο άρχισα παληό.
Κάτι παληές, πάνω του ξεχασμένες προφητείες, μου
μίλησαν.
Τις κύτταξα ενωχλημένος, αλλά μου μιλήσανε.
Μου μίλησαν για της φωνής την αναζήτηση. ·
Ηταν η τελευταία λέξη τους.
Τότε τη σημασία εκατάλαβα της λέξης.
Ήξερα πια πώς μέσ' στα σύμφωνά της ήτανε Εκείνη.
Η Λέξη δεν ήταν Εκείνη.
Έτσι εξαναγύρισα στην αναζήτηση,
Στό κλείσιμο του κύκλου μου
(του κύκλου της),
ήξερα :
η προφορά της η ορθή δεν ήταν
ότι 'Εκείνη ήτανε η Λέξη
— και έπειτα η Σκέψη,
μα πώς ή Σκέψη
— και έπειτα ή Λέξη —
δεν ήτανε Εκείνη.
Και πάλι σε γη άγνωστη η άκρη ακούμπησε της
βακτηρίας.
(Εκει, που δεν εσίμωσα,
πάντα θα εμένα
— αλλά είχα σιμώσει αρκετά;)



Αθέτηση

Μαζί,
σ’ ένα χορό αντιφατικών παρορμήσεων,
με χέρια, που ψηφίζουνε την ένωση,
και όμως απομακρυσμένα,
σ’ ένα τοπίο με θαμπό ορίζοντα,
με απροσδιόριστη βούληση,
καραδοκώντας αόριστα
για τη δημιουργία «εντίμου προσδοκίας».
Σταφύλια σε τσαμπιά αφυδατωμένα,
— χωρίς ελπίδα προσευχή —
στην αναπόληση του χυμού τους,
τρυγημένου απ’ τα σερσέγκια,
μια εικόνα πικρής εμπειρίας
σε δακρυσμένη ατμόσφαιρα αναζητήσεως
καταλήγει σε στυφή διαπίστωση,
αναπάντητη αίτηση για έλεος.
Κάποιο σόφισμα για αιτιολόγηση,
κάποια αναγνώριση της παρέκκλισης,
κάποιο σημείο στήριξης,
κάποια νομική θεμελίωση της παρανομίας.
Με μια απελπισμένη φορά,
«σκέψις αλλόφρων», αναμαλλιασμένη,
στη γοργή καταδίωξη των Εριννύων
ζητάει κάποια συμπαράσταση, που δεν ελπίζει,
κομματιασμένη απ’ τον πόνο,
ταπεινωμένη απ’ το γλύστρημα.
Σύνθεση θαμπών εικόνων,
ομίχλη,
μια ταραγμένη διάθεση,
χέρια με ντροπιασμένη θωπεία,
από μια ηθική, πού δεν συμπάθησαν,
κι από μια αδικία, πού αναγνώρισαν,
στο πλαίσιο της ανοδικής προσπάθειας
από σχεδιαστές με σπασμένα φτερά,
σε μια σκοτεινή, φαύλη δίνη,
από λασπωμένο δάκρυ
στο περιθώριο της τιμής.
Χειροπέδες «υπό βούλησιν»
προσκυνούν την αγνότητα
με αναγνώριση της ανωτερότητας,
δοσμένη απο μια κατωτερότητα
πληγωμένη απ’ το λήθαργο της εντιμότητας της.
Τελευταία λέξη
ξανά γι αγάπη της μιλάει·
και είναι ειλικρίνεια,
όλος συντριβή
ψελλίζει την ομολογία αφοσιώσεως,
συνθήκη δίχως όρους :
ανάγει σε λατρεία
αυτήν μόνη. ...
Αναμφισβήτητα είχε υπάρξει απάτη.



Ζητιάνοι της αυγής

Εκείνο το απόγευμα
στους ζητιάνους της αυγής
μοίρασαν βράδυ.
Η χρυσοποίκιλτη αμαξά
πέρασε βιαστικά
μέσα στο φτωχικό σοκκάκι
και πιτσίλισε τα ράκη
της προσδοκίας.
Οι ζητιάνοι περιορίστηκαν
να κυττάζουν τα ίχνη απο τις ρόδες της αμαξάς,
πού ξεμάκρυνε.
Χωρίς σχόλια, με ψιχία στ' ανόρεχτα δάχτυλα.



Αντιθετικό ζεύγος

Την είδε κάποτε.
Του φάνηκε αιθέρια
κι έτσι την αποζήτησ’ ή καρδιά του.
Μετά εγιν' ή πράξη
και το φως ήρθε και κατοίκησε στη γη.
Κάποτ' εκείνη ζήτησε την τυποποίηση.
Τότε τα μάτια του βάφτηκαν μ' άλλο χρώμα·
και του φάνηκε άσχημη.



Κολλάζ

Αμυδρόθωρος πίνακας
συγκεχυμένης εικόνας
της αναπαράστασης.
Κομμάτια απο νύχτες
πάνω σ’ αστρόσκονη,
σπασμένα φώτα,
τεμαχισμένα βράδυα,
θραύσματα καρδιάς
και οί βαλσαμωμένοι χτύποι της
πάνω σ' ένα σταματημένο χρονοδείχτη.
Θολή αναζήτηση
αποκεφαλισμένου προσανατολισμού
βρίσκει στεγνή τη στάχτη
απ' τα δάκρυα. -
Καρβουνιασμένη ύλη
κάποιας φωτιάς,
που ζήλεψαν οι κεραυνοί:
το κάδρο της εικόνας.
Τρελλό κολλάζ
της μνήμης,
μόνο μίσος δε γέννησε.
-----------



Θρησκεία / Παύλου Κυράγγελου

λέγει Κύριος• νηστείαν και αργίαν και τάς νουμηνίας υμών και τάς εορτάς -υμών μισεί ή ψυχή μου.
Ησαΐας

το δε Πνεύμα ρητώς λέγει, ότι εν υστέροις καιροίς αποστήσονταί τίνες της πίστεως, προσέχοντες πνευμασι πλάνοις και διδασκαλίαις δαιμονίων, εν υποκρίσει ψευδολόγων, κεκαυτηριασμένων την ιδίαν συνείδησιν, κωλυόντων γαμείν, απέχεσθαι βρωμάτων. ..
Παύλος


Ναζωραίος και Γεργερηνοί

Εμείς, από τη χώρα τών Γεργεσηνών,
Βόσκαμε τα γουρούνια μας στις άκριες της θάλασσας μας,
ζούσαμε λίγο απομονωμένοι,
κι έτσι περνούσε ό καιρός μας.
Hταν κι ένας δαιμονισμένος και μας διασκέδαζε,
γιατί μ' αυτά, που έκανε, σκότωνε την μονοτονία μας.
Τον δέναμε με αλυσίδες — σίδερο γερο — μ' αυτός
τις εσπαγε.
Δέκα μαζί τον πιάναμε μα δεν κρατιόταν.
Τριγύρναγε στα μνήματα, στις ερημιές — έτσι του αρεσε.
Κανείς πια δεν τον επλησίαζε — γυμνός και άγριος
περιφερόταν.
Εφώναζε, δερνόταν, και τον ξέραμε καλά : ήταν ο Λεγεών.
Αυτά, γίνονταν μέχρι κάμποσο καιρό, ώσπου διάβηκε άπο δω εκείνος ο ραββί, που λένε Ιησού
αυτός, που άλλοι λένε γυιό τ' Άνείπωτου κι' άλλοι του
Βελζεβούλ. . .
Δεν ξέρουμε καλά - καλά τί έγινε. . .
Μας είπαν οί χοιροβοσκοί,
πώς είδαν ξάφνου τα γουρούνια τους να τρέχουν μανιασμένα στο γκρεμό,
γέμισ' ή θάλασσ' από πτώματα, τα είδαμε να πλένε
πάνω - πάνω.

Μας είπανε ακόμη πώς ο Λεγεών πήγε κοντά στον Ιησού
υποταγμένος,
κι εμείς είναι αλήθεια πώς τον είδαμε ντυμένον κι ήσυχο'
κι από το γαλιλαίο ζήτησε να 'ναι μαζί του,
άσχετο που εκείνος του αρνήθηκε.
Πάντως εμείς, της χώρας των Γεργεσηνών,
με μάτι δεν τα βλέπουμε καλό κάτι παρόμοια.
Τί σόϊ άνθρωπος ήταν αυτός, που μας είχε κοπιάσει;
Καλά δεν ήταν στήν πατρίδα του,
μ' εκείνους τους φανατισμένους της Συναγωγής;
Τί του 'ρθε να 'ρθη να μας κάνη άνω-κάτω;
'Εμεις την ησυχία μας ζητάμε μόνο'
και τα γουρούνια μας να τρέφουμε κυττάμε.
Δε μας ενδιαφέρει τίποτ' άλλο.
Έτσι στο γαλιλαίο το ραββί να φυγή είπαμε.
Του το 'παμε παρακαλεστικά, να μη θυμώση.
Δεν ξέρεις τί σου γίνεται με τέτοιου είδους ανθρώπους*
ανθρώπους, που σου κάνει κόπο να το παραδέχεσαι πώς
είναι άνθρωποι.
Κι έτσι τον επαρακαλέσαμε και έφυγε.
Εμεις, της χώρας των Γεργεσηνών,
είμαστε πλέον ήσυχοι και ευχαριστημένοι :
εκείνος ο μεγάλος μάγος έφυγε
και τη σκοτούρα του δεν έχουμε.
Εφυγε και ο Λεγεών και πήγε στη Δεκάπολη να πή
- για κείνον.
Ακόμα πιο καλά — ξεγνοιάσαμε.
Ταίζουμε τα νέα μας κοπάδια με τα ξυλοκέρατα.
Εκείνος δε θα ξαναρθή να μας τα ξαναπνίξη.
Κι ούτε αλλού τί κάνει μας ενδιαφέρει.
Εμείς, από τη χώρα των Γεργεσηνών,
έχουμε ακουστά για το Μεσσία, πού θα 'ρθη.
Μα λένε πώς από τη Ναζαρέτ καλό δε βγαίνει...


Ο "αγρός του Κεραμέως"

Κύριε
πλήθυναν τώρα τελευταία
οι προσευχές μας,
αλλά δεν ανεβαίνουν ως το θρόνο Σου,
παρά πισωλυγάνε,
σαν τον καπνό άπ' το βωμό του Κάϊν,
γιατί ζητάμε, Κύριε, εμάς,
κι όχι Εσένα.
Κι είμαστε Κάιν, Κύριε,
γιατί κι εμείς σκοτώσαμε τον αδερφό μας
τον Άνθρωπο,
και κάθε μέρα τον σκοτώνουμε,
την εντολή Σου καταργώντας την καινή.
Κύριε,
πληθαίνουνε οί προσφορές μας,
άλλα αφτιά γι' αυτές κουφά συναπαντούν
κι αόματες ματιές ανέκφραστα τις βλέπουν.
Γιατί οί προσφορές μας, Κύριε,
φτιάχτηκαν απ' των αδερφιών τις σάρκες
κι από τα κόκκαλα της μάννας μας
κι από το αίμα των παιδιών μας,
πού ολ' αυτά τ' αρπάξαμε
και τα απομυζήσαμε
και πα στις διαμαρτυρίες τους καθίσαμε,
φιμώνοντας τες με την ιδιότητα μας
του να ' μαστέ φορείς τ' ονόματος Σου.
Κι αφού χαρήκαμε το αίμα των παιδιών μας
και των μαννάδων μας τα κόκκαλα
και τις αδερφικές τις σάρκες,
ό,τι περίσσεψε,
Σου το αφιερώνουμε.



Σφετεριστήκαμε τον αμπελώνα

Κύριε,
όταν ή σκέψη μας φοιτά στην έρημο της αδιαφορίας,
όταν το βλέμμα μας στης νέκρας τους λειμώνες βόσκει,
αδυνατούμε να σε δούμε.
Κύριε,
όταν είμαστε ρήτορες καλοί μονάχα —όχι και εφαρμοστές
όταν σε υποδέχονται τα χέρια μας βαΐοφόρα — όχι όμως
κι οι ψυχές
αδυνατούμε να σ’ ακούμε.

Κύριε,
όταν σου στρώνουμε το δρόμο σου με ρούχα, με χαλιά
πολύτιμα, και σου φωνάζουμε τα «ωσαννά» και σου προσφέρουμε
το στέμμα,
δε σε πιστεύουμε,
δεν αγαπούμε, Κύριε,
δε σε ακολουθούμε. Κύριε,
δεν σε υποδεχώμαστε, ,
Αν σε ακολουθούμε,
αν λέμε «ωσαννά»,
υποδεχόμαστε μονάχα την ελπίδα, δύναμη ν’ αρπάξουμε
απ το ιμάτιό σου,
ακολουθούμε μόνο την πεποίθηση, ότι οι άνθρωποι θα μας
τιμήσουν, σα δικούς σου,
και λέμε «ωσαννά», γιατ είν καιρος να εμπαιχθής κι απ’
τα δικά μας χείλη.
Κύριε, τώρα, πού είν χειμώνας, μη χτυπάς την πόρτα μας,
κρυώνουμε.
και δε σ’ ανοίγουμε.
Κύριε,
τώρα, πού είναι, νύχτα, μείς κοιμώμαστε, τα όνειρα δε
διακόπτουμε•
την πόρτα δεν ανοίγουμε
για χάρη κανενός.
Κύριε,
πιστεύουμε ότι υπάρχεις,
αλλά εμείς, τον αμπελώνα το δικό σου που σφετεριστήκαμε,
δεν έχουμε συμφέρον να πιστέψουμε πώς ήρθες.



Η γρηά Μαρία

Η γρηά Μαρία
είχε τρεις μέρες τώρα να ονειρευτή.
Σ αυτές, πού τη ρωτάνε,
δεν απαντά,
τα μάτια της κυττούν άλλου.
Η γειτονιά ανάστατη
τρεις μέρες τώρα τίποτα δεν ξέρει
για της Μαρίας τ όνειρα*
η γρηά Μαρία
τρεις μέρες έχει να ονειρευτή.
Το λάδι σαστισμένο στα καντήλια
σκιές ανέκφραστες φωτίζει.
Νυχτερινό σκοτάδι βγαίνει μόνο
απ τις παμπάλαιες εικόνες,
τις φορτωμένες αφιερώματα.
Τρεις μέρες η γρηά Μαρία
πηχτό το βλέπει το σκοτάδι τούτο
κι ανατριχιάζει.
Προσεύχεται συνέχεια,
αποσπασμένη απ΄τη γειτονιά,
και τρέμει, μήπως κοιμηθη,
και δη το φοβερό το όνειρο,
πού διαισθάνεται
μες στό σκοτάδι των εικόνων...
Τρεις μέρες τώρα ή γρηά Μαρία
δεν είδε όνειρο.

Από τό βιβλίο "ΕΠΟΧΕΣ"μέ πεζά τού Γ.Ζωγράφου και ποίηση Παύλου Κυράγγελου...

Η εγγραφή αφιερωμένη στήν Αταργάτιδα και τόν Κώστα Κυράγγελο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου