ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΜΗΤΤΑ
Α. Προσωπείο νεκρικό
Προσωπείο, με το οποίο αναπαράγεται η εικόνα του νεκρού, φορά ο νεκρός στην Αίγυπτο, την Ελλάδα, την Ετρουρία[3], τη Ρώμη[4], το Μεξικό, στην Κολομβία, στη Ν. Γουινέα, το Περού, γενικά στην προκαλομβιανή Αμερική (300 π.Χ.-1000 μ.Χ.), την Καμπότζη, το Σιάμ, την Αφρική. Εδώ, θα περιοριστούμε εν πολλοίς στα ελληνικά δεδομένα θυμίζοντας ότι νεκρικά προσωπεία, και μάλιστα χρυσά, έχουν βρεθεί μέχρι τώρα στις Μυκήνες και στον μακεδονικό χώρο (Σίνδος, Αρχοντικό, Αμφίπολη) με, περίπου, δέκα αιώνες απόσταση μεταξύ τους.
1. Μυκήνες
Είναι πιθανό ότι οι Μυκηναίοι πήραν την ιδέα του νεκρικού προσωπείου από τους Αιγυπτίους. Τα προσωπεία εκεί κατασκευάζονταν είτε από πολύτιμα υλικά, χρυσό και ασήμι, είτε από ύφασμα καλυμμένο με στόκο ή ασβεστοκονίαμα, το οποίο ζωγράφιζαν. Αυτού του είδους τα προσωπεία ήταν στυλιζαρισμένα και απέδιδαν τα γενικά χαρακτηριστικά των νεκρών . Αργότερα, στην περιοχή Φαγιούμ της Αιγύπτου (1ος και 2ος αι. μ.Χ.), χρησιμοποιήθηκαν ρεαλιστικά πορτραίτα, τα οποία ζωγραφίζονταν με εγκαυστική στο ξύλο όσο ακόμη το άτομο ήταν ζωντανό. Η μάσκα-πορτραίτο προσαρμοζόταν στην περιοχή του προσώπου πάνω στο σάβανο της μούμιας.
Στον ταφικό κύκλο Α των Μυκηνών βρέθηκαν συνολικά πέντε χρυσές προσωπίδες, τρεις στον τάφο IV και δύο στον V, αν και οι βασιλικοί νεκροί ήταν επτά άνδρες, οκτώ γυναίκες και δύο βρέφη. Μία ακόμη προσωπίδα από ήλεκτρο προέρχεται από τον τάφο Γ του ταφικού κύκλου Β. Εκτός από μία που είναι από ήλεκτρο, οι άλλες έχουν κατασκευαστεί από παχύ χρυσό έλασμα, είναι έκτυπες, σφυρηλατήθηκαν σε ξύλινο πυρήνα και οι λεπτομέρειες προστέθηκαν κατόπιν με μικρό εργαλείο. Οι προσωπίδες στερεώνονταν με νήμα, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς από τις οπές που υπάρχουν στην περιοχή των αυτιών. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι περισσότερες, με εξαίρεση αυτή του «Αγαμέμνονα» , έχουν σχηματικά, τυποποιημένα χαρακτηριστικά και ότι σχεδόν δεν διαφέρουν μεταξύ τους, μπορεί κανείς με ασφάλεια να συμπεράνει ότι δεν αποδίδουν ρεαλιστικά τα χαρακτηριστικά των προσώπων, οπωσδήποτε όμως γίνεται προσπάθεια να απεικονιστούν η ηλικία και η προσωπικότητα. Όλες είναι ανδρικές και όλες έχουν κλειστά τα μάτια. Άγνωστες παραμένουν οι αιτίες που ορισμένοι μόνο από τους νεκρούς, και μάλιστα τους άνδρες νεκρούς, έφεραν προσωπεία. (Εικ. 1-2)
2. Μακεδονία
Το 1980 αποκαλύφθηκε κοντά στη σημερινή Σίνδο 121 τάφοι ενός αρχαίου νεκροταφείου[6]. (Εικ. 3, 4, 5) Σε πέντε από αυτούς, όλοι ανάμεσα στο 520-500 π.Χ., βρέθηκαν ισάριθμα χρυσά προσωπεία, τρία γυναικεία (αρ. 20, 56, 67) και δύο ανδρικά (αρ. 62[7], 115) που ανήκαν σε πολεμιστές, κατασκευασμένες άλλες από χοντρό έλασμα και άλλες από λεπτότερο, όλες με κλειστά μάτια, εκτός από μία γυναικεία (αρ. 115). Τα χαρακτηριστικά των προσώπων είναι σχεδόν συμβατικά, διαμορφωμένα πάνω σε μήτρα, σε κάποιες περιπτώσεις πολύ προσεκτικά σκαλισμένα, σε άλλες περισσότερο αδρά. Για μία μόνο περίπτωση γυναικείου προσωπείου (Εικ. 4, δεξιά) η Ιουλία Βοκοτοπούλου διατύπωσε την εξής άποψη: «Τα προεξέχοντα ζυγωματικά, τα στενά χείλη και η έντονη κοίλανση γύρω από αυτά δίνουν την εντύπωση ότι η μάσκα σχηματίστηκε με τη συμπίεση του ελάσματος πάνω στο «ρουφηγμένο» από την αρρώστια πρόσωπο της νεκρής».[8] Στα προσωπεία υπάρχουν από τέσσερις τρύπες, που σημαίνει ότι με νήμα συγκρατιόταν στο πρόσωπο του νεκρού, ώστε, όταν άρχιζε η αποσύνθεση, η μάσκα να έμενε πάνω στο κρανίο. Το κρανίο εξακολουθούσε να έχει ένα πρόσωπο, ο νεκρός διατηρούσε την ατομικότητά του.
Νεκρικά προσωπεία βρέθηκαν, επίσης, και σε τάφους στο Αρχοντικό Πέλλας, και το ερώτημα που εγείρεται είναι αν με κάποιον τρόπο μπορεί να συνδεθούν τα νεκρικά προσωπεία Μυκηνών και Μακεδονίας.
Η αλήθεια είναι ότι οι γενεαλογικοί μύθοι για την προέλευση των βασιλέων του μακεδονικού βασιλείου από τη Βορειοδυτική Πελοπόννησο, με πατρώο ήρωα τον Ηρακλή, αποτελούν τη φιλολογική εκδοχή μιας πολιτισμικής συγγένειας με τα δωρικά φύλα. Η εκδοχή αυτή επιβεβαιώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα, που καταγράφουν τις πολιτισμικές συγγένειες στα ταφικά έθιμα, στη θρησκεία, στη γλώσσα.
Η […] συνεχώς αυξανόμενη ανεύρεση μυκηναϊκών αγγείων και όπλων στην ενδοχώρα της Μακεδονίας (Όλυμπος, Πιέρια, Κοζάνη, Γρεβενά) και στην Αιανή […] μαρτυρούν πως οι κάτοικοι της Μακεδονίας, και μάλιστα του ορεινού της τμήματος, είχαν άμεση και ενδεχομένως πρωτογενή σχέση με τους φορείς του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της χαρακτηριστικής για τη Μακεδονία αμαυρόχωρωμης κεραμικής από τα υστεροελλαδικά νεκροταφεία της Αιανής και του Ολύμπου και η πιθανή καταγωγή τους από την αμαυρόχρωμη κεραμικής της προηγούμενης (μεσοελλαδικής) περιόδου από τη νοτιότερη Ελλάδα, σε συνδυασμό με τις ομοιότητες ανάμεσα στη μυκηναϊκή και τη μακεδονική διάλεκτο, αντιπροσωπεύουν μιαν, ή μέρος μιας πραγματικότητας που έχει καταγραφεί στους μύθους για τη σχέση των κατοίκων της ορεινής Μακεδονίας με τη βορειανατολική Πελοπόννησο και την καταγωγή των βασιλιάδων τους (Τημενίδες, Βακχιάδες) από τον Ηρακλή και το Άργος ή την Κόρινθο αντίστοιχα. (Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, 2003, 26)
Εύλογη, λοιπόν, είναι η υπόθεση ότι και τα χρυσά προσωπεία από τους γνωστούς τάφους της Σίνδου ή τα χρυσά προσωπεία από μνημειακούς τάφους των αρχαϊκών χρόνων στο Αρχοντικό Πέλλας αντανακλούν τη συγγένεια αυτή, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η σπανιότητα του νεκρικού προσωπείου στον ελλαδικό χώρο και ότι, δίπλα στο τάφο (Τ 198) με το γυναικείο νεκρικό προσωπείο στο Αρχοντικό, ο Τ 131 ανήκει σε πολεμιστή με αργείτικη ασπίδα. Εξάλλου, έχει ήδη διατυπωθεί η υπόθεση ότι τα χρυσά προσωπεία ανήκουν σε κατοίκους που κατά τον 6ο και αρχές του 5ου αι. π.Χ. θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των Παιόνων ευγενών, οι οποίοι αναφέρονται στον Όμηρο.[9]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολυτέλεια του προσωπείου ήταν ένδειξη γοήτρου, μιας κοινωνικής τάξης και μιας κοινωνίας που διαχειριζόταν και επεξεργαζόταν τον χρυσό. Το γεγονός ότι τα νεότερα προσωπεία της Σίνδου και του Αρχοντικού ανήκουν και σε γυναικεία πρόσωπα μας επιτρέπει την εικασία ότι και η γυναίκα μπορούσε να μετέχει των πλεονεκτημάτων του προσωπείου στον χρήστη της. Όμως αυτή είναι μια κοινωνική και πολιτική «ανάγνωση» του προσωπείου. Ποια μπορεί να είναι η σημασία αυτών των προσωπείων σε σχέση με τη λειτουργία τους; Και άραγε η πρόταση που θα διατυπώσουμε μπορεί να ισχύει και για τα χρυσά νεκρικά προσωπεία άλλων πολιτισμικών συνόλων, όπως από την Αίγυπτο ή από το βασίλειο Ασάντι της Δυτικής Αφρικής; (Εικ. 16, 20) Ή για νεκρικά προσωπεία φτιαγμένα και από άλλα, ευτελέστερα υλικά; Για τα προσωπεία με στυλιζαρισμένα χαρακτηριστικά ή με μια ρεαλιστικότερη απόδοση;
Δεν θα προτείναμε καμία γενικευτική απάντηση αλλά την εξέταση των επιμέρους περιπτώσεων. Γι’ αυτό και εμείς θα περιοριστούμε στα δεδομένα του ελληνικού χώρου και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: ποια είναι η ανθρωπολογική σημασία του νεκρικού προσωπείου;
Ένας σύγχρονος καλλιτέχνης, ο Νίκος Γραικός, συνενώνοντας στοιχεία από την αρχαία παράδοση και το Βυζάντιο, τουλάχιστον ως προς την εικαστική απόδοση του θέματός του, δίνει τη δική του απάντηση, όπως τη διαβάζουμε στη λεζάντα του έργου του: «Κατάλληλο για τελετές ενθρονίσεως αρχόντων για να υποδεικνύει δια του νεκρικού προσωπείου το πρόσκαιρο της κοσμικής δόξας». Είναι όμως αυτό όσον αφορά το αρχαίο προσωπείο; Είναι μια ηθική υπόμνηση που απευθύνεται σε αυτούς που πρόκειται να αναλάβουν την εξουσία; (Εικ. 29) Μοιάζει απίθανο, γιατί αυτοί που φορούν το προσωπείο δεν πρόκειται να αναλάβουν καμιά εξουσία. Αντίθετα, πρόκειται για άρχοντες, των οποίων την εξουσία περάτωσε ο θάνατος. Επομένως, η χρήση του προσωπείου δεν μπορεί να σχετίζεται με ηθικές παραινέσεις σε έναν ζώντα άρχοντα. η χρήση του πρέπει να σχετίζεται με μεταθανάτιες αντιλήψεις.[10]
Πίστευαν όμως οι Έλληνες σε μια μετά θάνατο ζωή; Και αν ναι, πίστευαν σε μια πνευματική επιβίωση, σε μια επιβίωση της «ψυχής», ή σε μια επιβίωση με τα ίδια χαρακτηριστικά; Τα ερωτήματα αυτά συνδέουν το προσωπείο και με το ζήτημα του χρόνου. Ποια αντίληψη του χρόνου εκφράζει το προσωπείο; Την κυκλική ή την ευθύγραμμη;
Στα τελετουργικά δρώμενα της αρχαιότητας, αγροτικού χαρακτήρα, φαίνεται καθαρά ότι η λαϊκή αντίληψη του χρόνου ήταν κυκλική, γιατί η φύση διαγράφει κύκλους: θάνατος της φύσης - αναγέννηση, χειμώνας - καλοκαίρι, σπορά - θερισμός. Αντίθετα, η επίσημη θρησκεία του δωδεκαθέου, θρησκεία του άστεως, συμπεριλάμβανε μιαν ευθύγραμμη αντίληψη του χρόνου. Οι θεοί γεννιούνται αλλά δεν πεθαίνουν. Από μια στιγμή και μετά, ο άνθρωπος λογιάζει τον θάνατο για ανθρώπινο χαρακτηριστικό και τοποθετεί στο παρελθόν και στο όνειρο την εποχή που οι άνθρωποι κέρδιζαν την αθανασία και οι θεοί πέθαιναν. Η αθανασία γίνεται κύριο γνώρισμα των θεών και ο θάνατος των ανθρώπων, ενώ θεοί και θέαινες ξεπέφτουν σε ήρωες και ηρωίδες ακριβώς γιατί είναι θνήσκουσες θεότητες. Αντίθετα, η ευθύγραμμη αντίληψη, που διαχωρίζει τη ζωή από τον θάνατο, υπακούει σε μιαν άλλη αντίληψη, ότι ο άνθρωπος μεταβαίνει από κάτι σε κάτι άλλο, κάτι που προϋποθέτει μια ζωή ευσεβέστερη, δικαιότερη, ηθικότερη (βλ. πιο κάτω, Μυστήρια).
Από τις πηγές γνωρίζουμε την τοπογραφία του κάτω κόσμου, ότι είναι τόπος «φριχτός κι αραχνιασμένος» (Ιλ., Υ 61-65), «φρικτό λιβάδι … σκεπασμένο με στάχτη», όπου οι νεκροί δεν έχουν σώμα και μόνο η ψυχή τους φτερουγίζει άπιαστη σαν όνειρο και σαν σκιά.[11]Από την άλλη, γνωρίζουμε ότι οι μυημένοι στα Ελευσίνια Μυστήρια ανέμεναν μια καλύτερη ζωή στον Άδη[12] και ότι στα Μυστήρια της Σαμοθράκης οι μυημένοι του δεύτερου βαθμού μύησης σε μια τελετουργία αναγέννησης και πνευματικής και ψυχικής μετουσίωσης γίνονταν «ευσεβέστεροι», «δικαιότεροι», «βελτίονες εαυτών» και πετύχαιναν τη μετάβαση στα νησιά των Μακάρων (Έργα και Ημέραι 169. Πίνδ., Ο. 2. 129), όπου βασίλευε ο Κρόνος, ή στο Hλύσιον[13] πεδίον, στην Ατλαντίδα, νησί του Ποσειδώνα. Ο Όμηρος τοποθετεί το Ηλύσιον πεδίον στο δυτικό άκρο της γης κοντά στον Ωκεανό, το ίδιο και ο Ησίοδος. Η είσοδος στα Ηλύσια ήταν μόνο για λίγους εκλεκτούς που απέφευγαν τον θάνατο, όπως ήταν για παράδειγμα οι ήρωες που έπεσαν στην Τροία και τη Θήβα. Εκεί, κάτω από τη διακυβέρνηση του Ροδάμανθυ, θα ζούσαν μια μυστηριακή ζωή γιορτάζοντας ένα συμπόσιο που δεν είχε τέλος (Οδ., δ 570-578).[14]
Άλλοι πάλι ήρωες μεταβαίνουν σε άλλους τόπους, λ.χ. ο Αχιλλέας στη Λευκή Νήσο, στις εκβολές του Δούναβη στον Εύξεινο, και γίνεται ο ρυθμιστής της Μαύρης Θάλασσας. Λέγεται ότι έζησε στο νησί μια μυστηριακή ζωή. Οι ναυτικοί, όταν περνούσαν από εκεί κοντά, άκουγαν δυνατή κλαγγή όπλων την ημέρα και τη νύχτα χτυπήματα από κούπες που τσούγκριζαν και τραγούδια από ένα συμπόσιο που δεν είχε τέλος. Γνωρίζουμε ακόμη ότι η Αθηνά χάρισε στον Διομήδη την αθανασία και ότι έγινε κύριος του Αδριατικού νησιού. Και ότι ο Οδυσσέας είδε τον ίσκιο του Ηρακλή στον κάτω κόσμο, γιατί τον ήρωα τον είχαν οι θεοί ανεβάσει στον Όλυμπο να ζει κοντά τους στο πλευρό της Ήβης. Μάλιστα σε ερυθρόμορφη πελίκη του ζωγράφου του Κάδμου, 450 π.Χ., παριστάνονται Νύμφες των πηγών να σβήνουν με τις υδρίες τους τις τελευταίες φλόγες από τη φωτιά που έκαψε τον Ηρακλή, ενώ ψηλά στην Οίτη από μια φούχτα στάχτες ξεπετάγεται και πάλι αναγεννημένος ο ήρωας, νέος και αγένειος, στεφανωμένος για τα καλά του έργα, μαζί με την Αθηνά που οδηγεί το άρμα που τον μεταφέρει , παραπέμποντας και στην εικονογραφία του Διόνυσου που άλλοτε εμφανίζεται γενειοφόρος και άλλοτε νέος και αγένειος, όπως λ.χ. στην κεντρική σκηνή του κρατήρα του Δερβενίου, όπου παριστάνεται μαζί με την Αριάδνη (Εικ. 10).
Μήπως, λοιπόν, τα νεκρικά προσωπεία αντανακλούν αυτές τις αντιλήψεις για μια ζωή μετά τον θάνατό που είναι βέβαια προνόμιο λίγων; Μήπως το νεκρικό προσωπείο, βοηθώντας στη διατήρηση ενός «προσώπου» εξυπηρετεί τη μετάβαση στα Ηλύσια πεδία; Δύσκολο να προχωρήσει κανείς από την υπόθεση στη βέβαιη απάντηση. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια προσπάθεια «φωτογράφησης» των σπουδαίων συγγενών, των προπατόρων, κάτι που θυμίζει τα νεκρικά εκμαγεία σημαντικών ανθρώπων, λ.χ. λογοτεχνών, ή τις φωτογραφίες στο νεκρικό κρεβάτι για όσους αρνούνταν να φωτογραφηθούν θεωρώντας ότι η φωτογραφία κλέβει και την ψυχή τους. θυμίζει ακόμη τα νεκρικά προσωπεία ρωμαίων πατρικίων που διατηρούνταν ως προγονικά πορτραίτα και επιδεικνύονταν σε περιπτώσεις τελετών ή βασιλέων και ευγενών της Ευρώπης από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 18ο αιώνα[15]. Παραμένει όμως το πρόβλημα ότι αυτού του είδους οι «φωτογραφίες», τα νεκρικά χρυσά προσωπεία, πέρα από το να αποδίδουν συμβατικά τα χαρακτηριστικά, δεν ήταν προορισμένα να κρατηθούν στον κόσμο των ζωντανών. Παραμένει λοιπόν και η εικασία ότι το προσωπείο στους νεκρούς ήταν συνυφασμένο με τις αντιλήψεις για τη μετά θάνατο ζωή.
Την άποψη αυτή ενισχύουν προσωπεία τα οποία, επίσης, βρέθηκαν σε τάφους ως κτερίσματα. Θα μπορούσαν βέβαια κάποια από αυτά να θεωρηθούν δηλωτικά του επαγγέλματος ή της ξεχωριστής ενασχόλησης του νεκρού. Για παράδειγμα, τάφος που ανασκάφηκε στο ελληνιστικό νεκροταφείο της Αμφίπολης (αρ. 212, 3ος αι. π.Χ.) ονομάστηκε του ηθοποιού, επειδή βρέθηκε πήλινο πλακίδιο με έξι προσωπεία τύπων της Νέας Κωμωδίας (Μουσείο Καβάλας Ε 489) . Επίσης, σε επιτάφιο βωμό (δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, αρ. 9815), μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο εικονίζεται κατά μέτωπο άνδρας με στολή στρατιωτική και σε στάση χαιρετισμού. Το θεατρικό προσωπείο, επάνω αριστερά, υποδηλώνει ότι ο νεκρός ήταν ηθοποιός. Η επιγραφή φανερώνει το όνομά του, Μάρκος Ουαρένιος Αρέσκων, και τον βωμό αφιέρωσε η μητέρα του μνήμης χάριν. Πώς, όμως, μπορούμε να εξηγήσουμε το προσωπείο Σιληνού που κρατά στα χέρια της η Αφροδίτη και βρέθηκε σε τάφους στη Βέροια (μέσα του 2ου αι. π.Χ.); Ή τον μεταμφιεσμένο άνδρα σε αμφορέα από τη Νεκρόπολη της Καμείρου στη Ρόδο; ( Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την παρουσία στοιχείων του έρωτα, της γονιμότητας, της επιθυμίας, της καρποφορίας, στοιχεία δηλαδή διονυσιακά σε έναν τάφο; Νομίζουμε ότι όλα αυτά μαζί εκφράζουν μιαν ελπίδα και μιαν υπόσχεση για ευχαρίστηση και ευημερία χωρίς τέλος, που συνεχίζονται και μετά τον θάνατο, αν υποθέσουμε βέβαια ότι τα έχει κανείς στη ζωή. Μήπως κάτω από αυτό το πρίσμα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τα χρυσά νεκρικά προσωπεία των Μυκηνών και της Σίνδου; Ότι δηλαδή εξασφαλίζουν μιαν αθανασία, εγγυητής της οποίας είναι ο Διόνυσος; Εξάλλου, το όνομα του Διόνυσου έχει αναγνωριστεί στις πινακίδες της Πύλου.
Έχουμε όμως την εντύπωση ότι η συνύπαρξη των στοιχείων που αναφέραμε δεν αφορά μόνο στις αντιλήψεις για τη μετά θάνατο ζωή αλλά και για την ίδια τη ζωή, ότι δηλαδή προϋπόθεση της ζωής είναι ο θάνατος. Ο Άδης δεν παίρνει μόνο ζωή αλλά και δίνει ζωή, είναι Άδης αλλά και Πλούτων, δηλαδή πλουτοδότης. Γι’ αυτό και αρκετές φορές στην εικονογραφία βλέπουμε τον Πλούτωνα να φέρει το κέρας της Αμαλθείας. Εξάλλου, αυτή η θέση μας επιτρέπει να διατυπώσουμε και μια γενικότερη άποψη για τη μυθολογία. Η μυθολογία είναι εξαιρετικά ερωτική, θα έλεγε κανείς σκανδαλιστικά ερωτική αν παρατηρήσει κανείς τα ερωτικά αγγεία έξω από το πλαίσιο εύρεσής τους αλλά και το ευρύτερο ιδεολογικό πλαίσιο. Ωστόσο, επειδή όλους τους έρωτες στη μυθολογία, νόμιμους και παράνομους, τιμημένους ή περιφρονημένους, ακολουθεί τις περισσότερες φορές η τεκνοποιία, θα θεωρούσαμε ότι ο άκρατος ερωτισμός είναι μια κραυγή αγωνίας εναντίον του θανάτου, ότι όσους και να πάρει μαζί του στο βασίλειό του ο Άδης, η ζωή θα επιβεβαιώνεται μέσα από την τεκνοποιία, μέσα από τη συνέχιση της ζωής. Νομίζουμε ότι είναι ένας από τους λόγους που ο γόνος ενός παράνομου έρωτα θεού με θνητή γίνεται τιμημένος ήρωας, γιατρός, μάντης, οικιστής, αρχηγός μιας γενιάς.
Στα λεγόμενα κανωπικά αγγεία (υδρίες ή στάμνοι) φυλάσσονταν η τέφρα και τα οστά των νεκρών. Το πώμα των αγγείων έφερε τα κύρια χαρακτηριστικά του προσώπου του νεκρού.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν προσωπεία από γύψο φτιαγμένα πάνω σε ξύλινες μήτρες. Συχνά τοποθετούνταν πάνω στο πρόσωπο του νεκρού ή φοριόταν από έναν ηθοποιό, για να συνοδεύσει τη νεκρική πομπή στον τόπο ταφής.
Κι εγώ τούτη την μάσκα φορώ για αβαταρ..
ΑπάντησηΔιαγραφήπολλά και ενδιαφέροντα βλέπω στο ιστολόγιο σου..!
καλώς σε βρήκα :)
Καλώς ορισες Ευρύνοε..νά είσαι πάντα καλά..
ΑπάντησηΔιαγραφή