Ήταν διακεκριμένος πολυγραφότατος σοφιστής και συγγραφέας του καιρού του, γεννημένος στη Συρία, το 120 μ. Χ. Έγραψε περισσότερα από 80 έργα, όλα δε στην Αττική διάλεκτο. Ταξίδεψε σ' όλες σχεδόν τις χώρες του αρχαίου Ρωμαϊκού κράτους. Έμαθε τη ρητορική κι εργάστηκεν αρχικά ως δικηγόρος. Αργότερα όμως έγινε και σοφιστής, επιδεικνύοντας τη τέχνη του στα πανηγύρια και τις εορτές. Στη συνέχεια, γοητευμένος από τους πλατωνικούς, άρχισε να επιδίδεται και στη φιλοσοφία. Τα ωραιότερα από τα έργα του είναι γραμμένα διαλογικά, σ' αυτά ειρωνεύεται (μαστιγώνοντάς τα), τα ελαττώματα της δεισιδαιμονίας, της τυπολατρίας των γραμματιζούμενων και της προσποίησης των ασχολούμενων με τη φιλοσοφία. Έτσι, αναδείχθηκε σε ικανότητα των ανθρώπινων παθών και αδυναμιών, που με το χλευασμό τους, επεδίωξε να τα θεραπεύσει ή έστω, σε σημαντικό βαθμό, να τα περιορίσει. Αναφέρεται ότι πέθανε, το 200 μ. Χ., σ' ηλικία 80 ετών περίπου, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, υποφέροντας από ποδάγρα -χωρίς όμως να 'ναι τίποτε σίγουρο.
Ο Λουκιανός γεννήθηκε γύρω στο 120 μ.Χ. στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της περιφέρειας Κομμαγηνής που τότε ανήκε στην επαρχία Συρίας. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος στα έργα του μιλά για πολλά πρόσωπα και πράγματα της εποχής του, συχνά με εμπάθεια, οι σύγχρονές του πηγές σιωπούν όσον αφορά τον ίδιο. Αυτό οφείλεται κατά πάσα πιθανότητα στο γεγονός ότι στον επαγγελματικό στίβο ο Λουκιανός υπήρξε σχετικά άσημος. Τα λίγα βιογραφικά του στοιχεία τα συνάγουμε από τα έργα του, και ιδιαίτερα από τα Περί του ενυπνίου (ήτοι Βίος Λουκιανού) και το Δις κατηγορούμενος.
Ο Λουκιανός καταγόταν μάλλον από σχετικά ταπεινή οικογένεια της πόλης των Σαμοσάτων, γιατί, ενώ κατάφερε να πάρει μαθήματα ρητορικής, η μόρφωση και η κοινωνική του θέση δεν ήταν τέτοια που να του επιτρέψει γρήγορη άνοδο. Το τελευταίο μέρος των σπουδών του το πραγματοποίησε στην Ιωνία. Στη συνέχεια, δίδαξε ρητορική, με μέτρια μάλλον επιτυχία, στη Μικρά Ασία, αλλά και σε άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως η Γαλατία, η Βόρεια Ιταλία κι η Μακεδονία. Το 163-164 μ.Χ. γνωρίζουμε ότι βρέθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας για έναν ρητορικό διαγωνισμό ενώπιον του Λεύκιου Βήρου, στον οποίο ωστόσο δε διακρίθηκε. Στη συνέχεια βρίσκεται στην παφλαγονική πόλη Αβώνου Τείχος, όπου ασχολήθηκε με το μαντείο του Γλύκωνα και το μάντη Αλέξανδρο τον Αβωνοτειχίτη. Η παραμονή του εκεί όμως ήταν μάλλον σύντομη, γιατί το καλοκαίρι του 165 πήγε στην Ολυμπία για να παρακολουθήσει τους αθλητικούς αγώνες και τυχαία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας στην αυτοπυρπόληση ενός κυνικού φιλοσόφου, του Περεγρίνου-Πρωτέα.
Στα μεσοδιαστήματα αυτών των ταξιδιών του πρέπει να διέμεινε και στην Αθήνα, την οποία φαίνεται από τα έργα του ότι γνώριζε καλά. Γύρω στο 170 πάντως εγκατέλειψε τη ρητορική για να αναλάβει υπαλληλική θέση, συγκεκριμένα αυτήν του γραμματέα στην Αίγυπτο. Η απόφασή του αυτή φανερώνει ίσως απογοήτευση από το επάγγελμά του και ανασφάλεια μπροστά στα οικονομικά προβλήματα. Μετά το 180 μ.Χ. χάνονται τα ιστορικά του ίχνη. Δε γνωρίζουμε αν δημιούργησε οικογένεια, μάλλον όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο. Ο θάνατός του τοποθετείται μέσα στη δεκαετία του 180 ή ίσως στις αρχές της δεκαετίας του 190 μ.Χ.
Το έργο του αποτελούσε συνδυασμό σάτιρας και ρητορικής, με φιλοσοφικές προεκτάσεις, που σκοπό είχε να καυτηριάσει κακώς κείμενα και κοινωνικές τάσεις. Έτσι, προσεγγίζοντας το έργο του πρέπει κανείς να έχει στο νου του τόσο τα χαρακτηριστικά του 2ου αι. μ.Χ. όσο και αυτά του κοινωνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έζησε και έδρασε ο Λουκιανός.
Ο 2ος αι. μ.Χ., και συγκεκριμένα η Αντωνίνεια περίοδος, που καθορίστηκε από τη βασιλεία του Αδριανού (117-138), του ρωμαϊκή ειρήνη είχε εδραιωθεί, νέοι, ασφαλείς δρόμοι διέτρεχαν την αυτοκρατορία απ' άκρου εις άκρον και εξασφάλιζαν την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου. Επικρατούσε ευημερία, τουλάχιστον μεταξύ των ανωτέρων και μεσαίων στρωμάτων, η οποία επέτρεπε την ανάπτυξη των τεχνών και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου. Οι περισσότερες πόλεις ξαναχτίζονταν ή καλλωπίζονταν με νέα δημόσια κτήρια. Ταυτόχρονα όμως γίνονταν πιο έντονες οι κοινωνικές αντιθέσεις κι η φιλοσοφική και θρησκευτική αναζήτηση επιχειρούσαν να καλύψουν το αίσθημα κενού που δημιουργούσε η ευμάρεια.
Η γενέτειρά του Λουκιανού, τα Σαμόσατα, ήταν μια πόλη πλούσια, συγκοινωνιακός κόμβος του δρόμου που οδηγούσε από τη Μικρά Ασία στην Ινδία. Ο πληθυσμός αποτελούσε ένα ιρανο-σημιτικό μείγμα, επιφανειακά εξελληνισμένο. Έτσι ο Λουκιανός πήρε ελληνική παιδεία, αλλά δεν έπαψε ποτέ να αισθάνεται Σύρος.2 Το γεγονός αυτό, αλλά κι η μέτρια επαγγελματική του επιτυχία, τον έκαναν να μη νιώθει ποτέ πλήρως ενταγμένος στην εποχή του και ιδιαίτερα στο πνεύμα χλιδής και εκλέπτυνσης των ελληνορωμαϊκών πόλεων τις οποίες επισκέφθηκε για να διδάξει.
Αν το επάγγελμά του δεν του χάρισε τις τιμές που προσδοκούσε εν ζωή, του έδωσε ωστόσο τη δυνατότητα να ταξιδεύει διαρκώς, να παρατηρεί και να διευρύνει τους ορίζοντές του. Υπήρξε έτσι αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων κι εξελίξεων σημαντικών για την εποχή του, τα οποία μπόρεσε να αποτυπώσει στα έργα του υπό το πρίσμα του βαθιά συντηρητικού ανθρώπου, που ξέρει ωστόσο να διακωμωδεί αυτά με τα οποία δε συμφωνεί. Τα σημαντικότερα έργα-μαρτυρίες για την εποχή του και κυρίως για τους φιλοσοφικούς κύκλους είναι το αυτοβιογραφικό Δις κατηγορούμενος, όπου παρουσιάζεται η σχέση του προς την Ακαδημία και το Λύκειο στην Αθήνα, καθώς και ο Νιγρίνος, όπου απεικονίζεται η διδασκαλία της φιλοσοφίας στη Ρώμη από τον πλατωνικό φιλόσοφο Νιγρίνο, με τον οποίο ο Λουκιανός είχε προσωπική επαφή κατά τη σύντομη παραμονή του εκεί.
Το πολυσχιδές του χαρακτήρα του έκανε και το συγγραφικό του έργο να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές και διακυμάνσεις. Ο Λουκιανός, ιδιαίτερα στην αρχή της καριέρας του, ασχολήθηκε κυρίως με έργα φιλοσοφικού περιεχομένου σε μορφή διαλογική ή ρητορική. Ρητορικό ύφος είχαν άλλωστε και οι πραγματείες που συνέταξε την ίδια εποχή, γνωστές με το χαρακτηρισμό «προλαλιαί». Όπως όμως φαίνεται από τα έργα αυτά, ο Λουκιανός δε μπόρεσε ποτέ να απομονώσει τα λεγόμενά του από την προσωπική του διάθεση καυστικού σχολιασμού της πραγματικότητας και να αναπτύξει υψηλό φιλοσοφικό ή ρητορικό ύφος, όπως έκαναν άλλοι διάσημοι σοφιστές την περίοδο εκείνη, όπως ο Αίλιος Αριστείδης.
Το γεγονός ότι τα έργα του δεν έγιναν ευρέως γνωστά φαίνεται ότι τον έκανε να στραφεί στα μέσα ίσως της δεκαετίας του 150 ή και λίγο αργότερα, πιο έντονα προς τη σάτιρα, γράφοντας παραδοξολογίες με ρητορικό ή αφηγηματικό στυλ, όπως η κλασική πια Αληθινή ιστορία, ένα από τα πιο πρώιμα διηγήματα επιστημονικής φαντασίας, παρόμοιο με την Ουτοπία του Ιαμβούλου που αφηγείται ο Διόδωρος Σικελιώτης στην Ιστορική Βιβλιοθήκη.4 Επηρεασμένος από τον κωμωδιογράφο Μένιππο έγραψε επίσης μια σειρά διαλόγων που ακροβατούν μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας.
Μετά το 160 μ.Χ. όμως ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με τους σατιρικούς διαλόγους, λογοτεχνικό είδος που εμπνεύστηκε ο ίδιος, καθώς και με την καυστική σάτιρα κατά ακραίων φιλοσοφικών και πνευματικών τάσεων της εποχής του. Στην τελευταία κατηγορία ανήκουν μεταξύ άλλων τα έργα Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις, όπου σχολιάζει τον Αλέξανδρο τον Αβωνοτειχίτη,5 και η Περεγρίνου τελευτή, όπου αφηγείται την αυτοκτονία ενός κυνικού φιλοσόφου, σκιαγραφώντας παράλληλα με ειρωνικό τρόπο την αίσθηση του κενού που είχε αρχίσει να δημιουργεί στους ανθρώπους η ευμάρεια του 2ου αιώνα οδηγώντας τους σε ποικίλες πνευματικές και θρησκευτικές αναζητήσεις.
Στο στόχαστρο του Λουκιανού βρέθηκαν κυρίως τρία θέματα: οι ανθρώπινες αδυναμίες, η φιλοσοφία, ιδιαίτερα η κυνική κι η θρησκεία, ιδιαίτερα όταν εκδηλωνόταν με φαινόμενα θρησκοληψίας και ευπιστίας από πλευράς των ανθρώπων. Ο γνωστός μελετητής της αρχαίας λογοτεχνίας A. Lesky υποστηρίζει ότι η σαρκαστική τάση του Λουκιανού για πράγματα υψηλά οφειλόταν στη δική του ανεπάρκεια να ασχοληθεί με αυτά και σε ένα αίσθημα κατωτερότητας που είχε αναπτύξει εξαιτίας ιδίως της επιπόλαιης και επιφανειακής επαφής του με τον κόσμο της διανόησης. Ωστόσο, γίνεται τόσο ζωντανός στις περιγραφές του και καίριος στα πράγματα τα οποία επιλέγει να καυτηριάσει, ώστε το έργο του αποκτά διαχρονικότητα, πράγμα που σπάνια συμβαίνει με ανθρώπους ανίκανους κι επιπόλαιους.
Αρκετά από τα έργα του βρήκαν μιμητές, ενώ η τάση του να χρησιμοποιεί ψευδώνυμα δημιουργεί ερωτηματικά σχετικά με την πατρότητα άλλων έργων. Μεταξύ αυτών που αποδίδονται στο Λουκιανό με αμφιβολίες είναι τα: Πατρίδος εγκώμιον, Δίκη συμφώνων, Ψευδοσοφιστής ή Σολοικιστής καθώς και το Περί της Συρίης θεού. Ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο συγγραφέας, το τελευταίο έργο αποτελεί μια από τις σημαντικές φιλολογικές πηγές για τη λατρεία της Ατάργατης στο ναό της Βαιτοκίκης.
Παρά τη μέτρια επιτυχία του εν ζωή, ο Λουκιανός ήταν από τους συγγραφείς που τα έργα τους γνώρισαν μεγάλη διάδοση μεταγενέστερα. Παραδόξως, ο Λουκιανός όχι μόνο διαβαζόταν στο Βυζάντιο κι ήταν αγαπητός στους κύκλους διανοουμένων, όπως ο Πατριάρχης Φώτιος κι ο Ιωάννης Τζέτζης, αλλά αποτελούσε διδακτική πηγή, όπως φαίνεται από το Γνωμολόγιον του Ιωάννη Γεωργίδη (τέλος 9ου αιώνα) ή από την Εκλογή αττικών ονομάτων και λέξεων του Θωμά Μαγίστρου (14ος αιώνας). Το σατιρικό του ύφος ήταν μάλιστα τόσο επιτυχημένο, ώστε αρκετοί Βυζαντινοί συγγραφείς τον αντέγραψαν, με πρώτο και κυριότερο το Λέοντα το Σοφό (10ος αιώνας).7 Βέβαια, ο σκεπτικισμός του, αλλά κι η ενασχόλησή του με θέματα θρησκευτικά και το γεγονός ότι σε αρκετά από τα έργα του καταφέρεται κατά των χριστιανών έκανε άλλους Βυζαντινούς, όπως τον Αρέθα (β΄ μισό 9ου αιώνα) και το συντάκτη της Σούδας να τον κατακρίνουν με τρόπο πολύ αυστηρό.
Στην Ύστερη περίοδο του Βυζαντίου, στα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, η αναγεννώμενη Ιταλία άρχισε να έχει πιο έντονες επαφές με τους πνευματικούς κύκλους του εκλεπτυσμένου Βυζαντίου. Πολλοί συγγραφείς «ταξίδεψαν» τότε στη Δύση, μέσα στις αποσκευές Βυζαντινών λογίων που πήγαιναν προσκεκλημένοι σε ιταλικές πόλεις και αυλές μοναρχών. Ένας από αυτούς ήταν και ο Λουκιανός. Κατά την περίοδο αυτή τα έργα του αντιγράφηκαν από ιταλούς γραφείς και μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα είχαν κάνει την εμφάνισή τους και οι πρώτες μεταφράσεις στα λατινικά, όπως αυτές του Guarino da Verona (1374-1460) και του Poggio Bracciolini (1380-1459). Οι Λατίνοι μεταφραστές και φιλόλογοι εκτίμησαν ιδιαίτερα το χιούμορ, το διεισδυτικό πνεύμα αλλά και το αίσθημα ηθικής του Λουκιανού και δεν πτοήθηκαν από την ανοιχτά
αντιχριστιανική του διάθεση, ίσως λόγω της αμφισβήτησης της εκκλησιαστικής εξουσίας στη Δύση την ίδια εποχή. Ο Λουκιανός είχε ανακαλυφθεί την κατάλληλη στιγμή. Μιμητές εμφανίστηκαν και εδώ: ο Maffeo Vegio (1407-1458) με το έργο Defelicitateemiseria ή Palinurus και ο Leon Batista Alberti (1404-1472) με το Virtus dea που αποτελούσε μέρος της συλλογής του Intercoenales. Από την Ιταλία, στα τέλη του 15ου αιώνα ο Λουκιανός πέρασε τις Άλπεις και έγινε γνωστός στη Γαλλία και την κεντρική Ευρώπη. Υπήρξε ένας από τους λίγους σχετικά αρχαίους συγγραφείς των οποίων εκδόθηκαν τα Άπαντα. Το έργο εκδόθηκε από το τυπογραφείο του Laurentius de Alopa το 1496, αλλά την επιμέλεια της έκδοσής του είχε μάλλον ο Ιανός Λάσκαρης.
Η μεγάλη διάδοση όμως του Λουκιανού οφειλόταν στο θέατρο. Οι σατιρικοί του διάλογοι παίζονταν συχνά, συνήθως διασκευασμένοι, για λόγους παιδευτικούς, ενώ ένας από αυτούς, ο Τίμων ή Μισάνθρωπος έγινε κλασικό έργο και γνώρισε πάνω από 12 αντιγραφές και απομιμήσεις, με χαρακτηριστική αυτή του Σαίξπηρ.
Τέλος, το φανταστικό ταξίδι της Αληθινής ιστορίας έδωσε φτερά στη φαντασία και άλλων δυτικών συγγραφέων, όπως ο Swift, που έγραψε τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ. Πάντως, οι μελετητές φαίνεται να συμφωνούν ότι μεγάλη επίδραση άσκησε ο Λουκιανός στο σύνολο του έργου δύο μεγάλων Ευρωπαίων στοχαστών, του Έρασμου (16ος αιώνας) και του Άγγλου συγγραφέα και λογοτέχνη Henry Fielding (18ος αιώνας).
Στη σύγχρονη Ελλάδα, ο Λουκιανός έχει γίνει αγαπημένος θεατρικός συγγραφέας, ιδιαίτερα με τους Νεκρικούς διαλόγους του, που ενέπνευσαν τους συντελεστές του «Ελεύθερου θεάτρου» και το Μάνο Χατζηδάκι το 1980. Η σύγχρονη φιλολογική έρευνα έχει ασχοληθεί εκτεταμένα με το Λουκιανό, ωστόσο όχι εξαντλητικά. Κυριαρχούν δύο κυρίως απόψεις, η «κλασικιστική», που θεωρεί τα έργα του Λουκιανού ενταγμένα σε μια φιλολογική και λογοτεχνική σχολή της εποχής του και άρα δημιούργημα επιτυχημένης αφομοίωσης καθιερωμένων τύπων με διάθεση καινοτομίας κι η «κοινωνική», που πιστεύει ότι η σάτιρα του Λουκιανού ήταν γνήσια προσωπικό του επίτευγμα και ότι είχε τις ρίζες της στις κοινωνικές αναταραχές και τις πνευματικές αναζητήσεις της εποχής, σε συνδυασμό με τη προσωπικότητα του δημιουργού τους.
---------------------------------------------------------------------------------------
1ος.) Χάροντα, Μένιππου & Ερμή
(Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στον Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρος τονς πιάνει από τον ώμο:)ΧΑΡΟΣ: Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!
ΜΕΝΙΠ: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.
Χ: Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!
Μ: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει.*
Χ: Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;
Μ: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
Χ: Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.
Μ: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.
Χ: Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;
Μ: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.
Ε: Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.
Χ: Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.
Μ: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;
Χ: Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;
Μ: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;
Χ: Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;
Μ: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!
Χ: Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!
Μ: Ε τότε γύρνα με πίσω...
Χ: Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!
Μ: Ε τότε μη μου κολλάς.
Χ: Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;
Μ: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.
Χ: Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.
Ε: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!
Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...
Χ: Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...
Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά
Μ: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.
*γνωστή φράση που 'μεινε παροιμιώδης: Ούκ άν λάβοις παρά του μή έχοντος!
2ος.) Νεκρών, Πλούτωνα & Μένιππου
ΚΡΟΙΣΟΣ: Δεν τον υποφέρουμε πια βρε Πλούτωνα τούτο τον σκύλο τον Μένιππο να 'ναι με μας. Ή στείλ'τον αλλού ή στείλε μας να πάμε σ' άλλο τόπο.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι μπορεί να σας κάνει; Νεκρός είναι κι αυτός όπως κι εσείς.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Όταν εμείς θρηνούμε και στενάζουμε, όταν θυμόμαστε πόσα είχαμε στον επάνω κόσμο, ο Μίδας χρυσάφι, ο Σαρδανάπαλος δόξα και μαλθακότητα κι εγώ τα πλούτια μου, αυτός μας εμπαίζει και μας βρίζει. Μας λέει γομάρια και καθάρματα κι όταν κλαίμε, αυτός τραγουδά και γενικά μας λυπεί όσο δε φαντάζεσαι.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Τι είν' αυτά που λένε Μένιππε;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Αλήθεια λένε βρε Πλούτωνα. Τους σιχαίνομαι γιατί είν' άχρηστα κουφάρια και παλιάνθρωποι. Δεν τους έφτανε που ζήσανε με τόσο κακό τρόπο, αλλά και πεθαμένοι θυμούνται και νοσταλγούν αυτό ακριβώς.
Καλαμπουρίζω με το δούλεμά τους.
ΠΛΟΥΤΩΝ: Μα δεν είναι φυσικό να λυπούνται; Χάσανε πάρα πολλά!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Χάζεψες και συ Πλούτωνα; Επικροτείς τα παράπονά τους;
ΠΛΟΥΤΩΝ: Κάθε άλλο! Απλώς δε θέλω φασαρίες μεταξύ σας.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Λοιπόν ακούστε με σεις που 'σασταν οι χειρότεροι ανάμεσα στους Λυδούς, τους Φρύγες και τους Ασσύριους, μάθετε πως εγώ δε θα σταματήσω όπου κι αν πάτε να σας ακολουθώ και να σας περιγελώ, να σας χλευάζω και να σας βρίζω.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Αυτά δεν είναι βρισιές;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Όχι. Βρισιές ήταν αυτά που κάνατε στη ζωή σας. Που θέλατε να σας προσκυνάνε λεύτεροι άνθρωποι και καλοπερνάγατε χωρίς να σκεφτόσαστε το τέλος. Από δω κι πέρα θα θρηνείτε καθώς θα θυμόσαστε όσα χάσατε.
ΚΡΟΙΣΟΣ: Εγώ, Θεέ μου, τα πολλά και μεγάλα χτήματα που 'χα!
ΜΙΔΑΣ: Εγώ το χρυσάφι μου!
ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ: Εγώ τη βόλεψή μου!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Έτσι μπράβο. Εσείς να θρηνείτε κι εγώ να σας θυμίζω το γνώθι σ' αυτόν. Είναι ότι πρέπει για τους οδυρμούς σας.
3ος.) Μένιππου & Ερμή
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Ερμή που 'ν' οι ωραίοι κι οι ωραίες; Οδήγησέ με παρακαλώ, μιας κι είμαι νιόφερτος εδώ.
ΕΡΜΗΣ: Δεν έχω χρόνο βρε Μένιππε, αλλά να! παρατήρησε 'κει δεξιά, βρίσκονται ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νηρέας, ο Αχιλλέας, η Τυρώ, η Ελένη κι η Λήδα: όλες οι παλιές ομορφιές.
Μ: Εγώ βλέπω μονάχα κόκαλα και κρανία άσαρκα κι όμοια μεταξύ τους.
Ε: Κι όμως αυτοί 'ναι που θαυμάσαν όλοι οι ποιητές, αυτά τα κόκαλα που συ περιφρονείς.
Μ: Δείξε μου τουλάχιστον την Ελένη, δε μπορώ να τη διακρίνω.
Ε: Να, τούτο το κρανίο είναι της Ελένης.
Μ: Για τούτο 'δω το καυκί γεμίσανε χίλια καράβια με τα νιάτα όλης της Ελλάδας και σκοτωθήκανε τόσοι και τόσοι κι αναστατωθήκανε τόσες πόλεις;
Ε: Βλέπεις εσύ Μένιππε δεν την είδες ζωντανή. Αν την είχες δει θα 'λεγες κι εσύ: «Ας βρίσκομαι κοντά της κι ας υποφέρω πολλά». Γιατί και τ' άνθη αν τα δει κανείς ξερά, να 'χουνε χάσει το χρώμα και το σχήμα, δε μπορεί να φανταστεί πόσο ήταν όμορφα όταν ανθούσαν.
Μ: Απορώ βρε Ερμή, πως δέχτηκαν να υποφέρουν για κάτι που γρήγορα και τόσον εύκολα μαραίνεται.
Ε: Δεν έχω χρόνο Μένιππε να κάτσω να τα φιλοσοφήσω μαζί σου. Διάλεξε ένα μέρος που γουστάρεις και βολέψου. Πρέπει να φέρω καινούργιους νεκρούς.
ΠΗΓΗ...peri-grafis.com
Βασικά, έχει συμπεριλάβει κι άλλη παροιμιώδη φράση, παλαιότερή του, την "Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις." ή, κατά Ηράκλειτον, "Δις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμπαί(ξ)ης"
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπέρα Ρίγκελ..σωστά...κι οχι μόνον..πολλα ειπε ο Λουκιανός..κι αλλα τόσα κρύβονται πίσω απ τά λεγομενά του...να εισαι καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφή