Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

ΧΡΥΣΑ ΕΠΗ





01. Αθανάτους μέν πρώτα θεούς, νόμω ώς διάκειται,
τίμα και σέβου όρκον, έπειθ' ήρωας άγαυούς,
τους τε καταχθονίους σέβε δαίμονας έννομα ρέζων,
τους τε γονείς τίμα τους τ' ανχιστ' έγγεγαώτας,
05. τών δ' άλλων άρετη ποιου φίλον όστις άριστος.
Πραέσι δ' είκε λόγοις εργοισί τ' έπωψελίμοισι,
μηδ' έχθαιρε φίλον σόν άμαρτάδος είνεκα μικρής,
όφρα δύνη· δύναμις γάρ ανάγκης έγγύθι ναίει.
Ταύτα μέν ούτως ίσθι, κρατείν δ' είθίζεο τώνδε·
10 γαστρός μέν πρώτιστα καί ύπνου, λαγνείης τε
και θυμού· πρήξης δ’ αισχρόν ποτέ μήτε μετ' άλλου
μήτ' ίδίη· πάντων δέ μάλιστ' αίσχύνεο σαυτόν.
Είτα δικαιοσύνην ασκείν έργω τε λόγω τε,
μηδ' άλογίστως σαυτόν έχειν περί μηδέν έθιζε.
15 άλλα γνώθι μέν ώς θανέειν πέπρωται άπασιν,
χρήματα δ' άλλοτε μέν κτάσθαι φιλεί, άλλοτ' όλέσθαι.
Όσσα δέ δαιμονίαισι τύχαις βροτοί άλγε' έχουσιν,
ην άν μοίραν έχης, ταύτην φέρε μηδ' αγανάκτει,
ίάσθαι δέ πρέπει καθ’ όσον δύνη· ώδε δέ φράζευ·
20 ού πάνυ τοις άγαθοίς τούτων πολύ μοίρα δίδωσιν.
Πολλοί δ’ άνθρώποισι λόγοι δειλοί τέ καί έσθλοί
προσπίπτουσ', ών μήτ' έκπλήσσεο μήτ' άρ' έάσης
είργεσθαι σαυτόν, ψεύδος δ' ην πέρ τι λέγηται,
πράως εχ', ό δέ τοι έρέω έπί παντί τελείσθω·
25 μηδείς μήτε λόγω σε παρείπη μήτε τι έργω
πρήξαι μηδ' είπείν, ό τί τοι μή βέλτερόν έστι.


Βουλεύου δέ πρό έργου, όπως μή μωρά πέληται·
δειλού τοι πράσσειν τε λέγειν τ'ανόητα προς ανδρός·
άλλα τάδ' έκτελέειν, ά σε μή μετέπειτ' άνιήσει.
30 Πράσσε δέ μηδέν τών μή έπίστασαι, άλλα διδάσκευ
όσσα χρεών, και τερπνότατον βίον ώδε διάξεις.
Ούδ' ύγιείης τής περί σώμ' άμέλειαν εχειν χρή,
άλλά ποτού τε μέτρον και σίτου γυμνασίων τε
ποιείσθαι μέτρον δέ λέγω τόδ ό μή σ' άνιήσει.
35 Είθίζου δέ δίαιταν έχειν καθάρειον, άθρυπτον
και πεψύλαξο τοιαύτα ποιείν, όπόσα φθόνον ίσχει·
μή δαπανών παρά καιρόν όποια καλών άδαήμων
μηδ' ανελεύθερος ίσθι, μέτρον δ' έπί πάσιν άριστον·
πράσσε δέ ταύθ', ά σε μή βλάψει, λόγισαι δέ πρό έργου.
40Μηδ' ύπνον μαλακοίσιν έπ' όμμασι προσδέξασθαι,
πριν τών ήμερινών έργων τρις έκαστον έπελθείν,
«πή παρέβην ; τί δ' έρεξα ; τί μοι δέον ούκ έτελέσθη;»


άρξάμενος δ' άπό πρώτου έπέξιθι και μετέπειτα
δειλά μέν έκπρήξας έπιπλήσσεο, χρηστά δέ τέρπευ.
45 Ταύτα πόνει, ταύτ' έκμελέτα, τούτων χρή έραν σε·
ταύτά σε τής θείης αρετής είς ίχνια θήσει
ναι μά τόν άμετέρα ψυχα παραδόντα τετρακτύν,
παγάν άενάου φύσεως.
Άλλ' έρχευ έπ' έργον,
θεοίσιν έπευξάμενος τελέσαι' τούτων δέ κρατήσας
50 γνώσεαι αθανάτων τε θεών θνητών τ' ανθρώπων
σύστασιν, ή τε έκαστα διέρχεται, ή τε κρατείται,
γνώση δ', ή θέμις εστί, φύσιν περί παντός όμοίην,
ώστε σε μήτε άελπτ' έλπίζειν μήτε τι λήθειν
γνώση δ' ανθρώπους αυθαίρετα πήματ' έχοντας
55 τλήμονας, οι τ' αγαθών πέλας όντων ούτ' έσορώσιν
ούτε κλύουσι, λύσιν δέ κακών παύροι συνιάσιν
τοίη μοίρ' αυτών βλάπτει φρένας· ώς δέ κύλινδροι
άλλοτ' έπ' άλλα φέρονται άπείρονα πήματ' έχοντες·
λυγρά γάρ συνοπαδός Ερις βλάπτουσα λέληθεν
60 σύμφυτος, ήν ου δεί προάγειν, είκοντα δέ φεύγειν.


Ζεύ πάτερ, ή πολλών κε κακών λύσειας άπαντας,
εί πάσιν δείξαις οίω τώ δαίμονι χρώνται.
Άλλα σύ θάρσει, έπεί θείον γένος εστί βροτοίσιν,
οίς Ιερά προφέρουσα φύσις δείκνυσιν έκαστα,
65 ών εί σοι τι μέτεστι, κρατήσεις ών σε κελεύω,
έξακέσας ψυχήν δέ πόνων άπό τώνδε σαώσεις.
Άλλ' είργου βρωτών, ών είπομεν, εν τε καθαρμοΐς
εν τε λύσει ψυχής κρίνων και φράζευ έκαστα,
ήνίοχον γνώμην στήσας καθύπερθεν άρίστην.
70 Ην δ' άπολείψας σώμα ές αίθέρ' ελεύθερον ελθης,
έσσεαι αθάνατος, θεός άμβροτος, ούκέτι θνητός.






METAΦΡΑΣΙΣ:




Πρώτον μέν τίμα τους αθανάτους θεούς, ώς είναι καθιερωμένον υπό τής παραδόσεως, και σέβου τον όρκον, έπειτα δέ σέβου τους ένδοξους ήρωας και τους εν τω Άδη θεούς σέβου τά νενομισμένα πράττων, καί τους γονείς σου τίμα και τους πλη­σιέστατους συγγενείς, έκ δέ τών άλλων ανθρώπων κάμνε φίλον εκείνον, όστις είναι άριστος εις την αρετήν. Προτίμα δέ λόγους γλυκείς (προς τον φίλον σου) και έργα επωφελή (εις αυτόν), καί νά μή γίνεσαι εχθρός προς φίλον σου διά μικρόν αυτού παρά­πτωμα, έφ' όσον δύνασαι νά πράττεις τούτο' διότι ή δύναμις κα­τοικεί πλησίον τής ανάγκης.
Ταύτα μέν γνώριζε ότι ούτως έχουσι, συνήθιζε δέ νά είσαι κύριος τών εξής· πρώτα πρώτα μέν τής κοιλίας και του ύπνου και τών αφροδισίων και του θυμού. Ποτέ δέ μή πράξης αισχρόν τι μήτε μετ' άλλου, μήτε κατ' ιδίαν" τον εαυτόν σου δέ μάλιστα πάντων τών άλλων εντρέπου.
Έπειτα νά άσκής την δικαιοσύνην και έργω καί λόγω καί νά συνηθίζης εις μηδεμίαν περίστασιν άπερισκέπτως νά λέγης ή νά πράττης, αλλά γνώριζε μέν ότι είς πάντας τους ανθρώπους είναι πεπρωμένον νά αποθάνουν, τά χρήματα δέ συνήθως άλλοτε μέν αποκτώσιν οί άνθρωποι, άλλοτε δέ χάνουσιν αυτά. Οσα δέ κακά οί άνθρωποι έχουσιν έξ ανωτέρας βίας, όσον μέρος έκ τού­των έχεις, υπόφερε αυτά καί μή αγανακτεί, νά θεραπεύης δ' αυτά πρέπει καθ' δσον δύνασαι, σκέπτου δέ τούτο, ότι εις τους αγα­θούς ή μοίρα δέν δίδει πολύ μέρος έκ τούτων τών κακών.
Πολλοί δέ λόγοι, κακοί και καλοί, εις τους ανθρώπους προσπίπτουν, τους οποίους μήτε μετά θαυμασμού νά αποδέχεσαι, μήτε νά απορρίπτεις, ψεύδος δέ τι άν λέγεται, μετά πραότητος ν' άκούης, όπερ δέ θά σοι είπω, νά εφαρμόζεις εις πάσαν περίστασιν, δη­λαδή κανείς ποτέ νά μή σε παραπείση είτε διά λόγων είτε δι' έρ­γων μήτε νά πράξης μηδέ νά είπης τι, το όποιον δέν είναι ώφέλιμον εις σε.




Πρό πάσης δέ πράξεως σου να σκέπτεσαι, ίνα μηδεμία σου πράξις γίνεται άνοήτως· δυστυχούς ανθρώπου ίδιον είναι να πράττη και να λέγη ανόητα" άλλα να εκτελείς αυτά, τά όποια κα­τόπιν λύπην δεν θα σου προξενήσουν. Να μή πράττης δέ τίποτε, το οποίον αγνοείς, άλλα διδάσκου όσα έχεις καθήκον να γνώρι­ζες, και ούτω θα ζήσης βίον τερπνότατον.
Καθήκον σου δ’ είναι να μην αμελής τής υγείας του σώμα­τος, άλλα και ποτού και φαγητού και γυμνασίων νά κάμνης χρήσιν με μέτρον μέτρον δ' εννοώ εκείνο, το όποιον δεν θα σου προξενήση λύπην. Συνήθιζε δέ να εχης καθάρειον και λιτήν δίαι­ταν και πρόσεχε να μή πράττης πάν ο,τι επισύρει φθόνον μή δαπανών ασκόπως όπως πράττουν οί αμαθείς τών καλών, μηδέ φιλάργυρος να είσαι, το μέτριον δέ εις πάντα είναι το άριστον. Πράττε δέ ταύτα, όσα δεν θά σε βλάψουν, σκέπτου δέ πρό πά­σης πράξεως σου.
Μηδέ να δέχεσαι είς τους οφθαλμούς τόν γλυκύν υπνον, πριν εξέτασης τρις εκαστον τών ήμερινών σου έργων «τί (κακόν) έπραξα; τί (καλόν) έπραξα; τί έπρεπε να πράξω και δέν το έπρα­ξα;» άρχίσας δ' άπό του πρώτου έργου σου να έξετάζης πάντα κατά σειράν και μετέπειτα δ όσα μέν κακώς έπραξας μέμφου τόν εαυτόν σου) διά δέ τάς χρηστάς πράξεις σου τέρπου. Ταύτα τά παραγγέλματα προσπάθει νά έφαρμόζης, εις ταύτα νά ασκήσαι, αυτά πρέπει ν' αγαπάς αυτά θά σού δείξουν την οδόν τήν άγουσαν είς τήν θείαν άρετήν ναι μά τόν εμφύτευσαντα είς τήν ψυχήν ημών τήν τετρακτύν, τήν πηγήν τής αιωνίας φύσεως.
Άρχιζε λοιπόν το έργον σου, άφ' ου πρώτον ζήτησες παρά τών θεών εν τη προσευχή σου νά σ' ενισχύσωσιν νά φέρης αυτό εις αίσιον τέλος. Όταν δέ κατέχης τά παραγγέλματα ταύτα, τότε θά γνωρίσης και τών θείων και τών ανθρωπίνων τήν σύστασιν, μέχρι τίνος σημείου παρέρχονται έκαστα και μέχρι τίνος διατηρούνται, θά γνωρίσης δ' επίσης, εφ' όσον είναι έπιτετραμμένον, ότι ή φύσις εν παντί είναι όμοια προς έαυτήν, ώστε μήτε τά ανέλπιστα νά ελπίζης, μήτε νά σε διαφεύγει τι, θά γνωρίσης δ' ακόμη ότι οί άνθρωποι έχουν συμφοράς, τάς οποίας αυτοί οί ίδιοι παρασκευά­ζουν εις εαυτούς οί ταλαίπωροι, οίτινες, εν ώ τά αγαθά είναι πλη­σίον των, ούτε τά βλέπουν, ούτε τά ακούουν, ολίγοι δ' εξ αυτών τόν τρόπον της άπό τών κακών απαλλαγής γνωρίζουν.
Τοιαύτη μοίρα βλάπτει τάς φρένας αυτών ώς κύλινδροι δέ κυλίονται άλλοτ' εδώ καί άλλοτ' εκεί απείρους συμφοράς έχοντες διότι ή ολέθρια Ερις, ήτις είναι προσκεκολλημένη εις αυτούς, συνοδεύουσα βλάπτει αυτούς χωρίς νά το εννοούν, ταύτην δέ δέν πρέπει νά εκτραχύνομε, άλλ' υποχωρούντες ν' αποφεύγωμεν.




Ζεύ πάτερ, αναμφιβόλως ημπορείς ν' απάλλαξες άπό πολ­λών κακών όλους εν γένει τους ανθρώπους, εάν δείξης εις όλους ποίαν ψυχήν έχουν. Άλλα συ έχε θάρρος, άφ' ου θείαν έχει την καταγωγήν το γένος τών ανθρώπων, εις τους οποίους ή ιερά φύ­σις αποκαλύπτουσα δεικνύει έκαστα, εάν δ' αυτή σοι αποκάλυψη αυτά» θα γίνης κάτοχος τών παραγγελμάτων μου, θεραπεύσας δέ την ψυχήν σου θά σώσης αυτήν από τούτων τών κακών.
Άλλ' άπεχε άπό τών τροφών, περί ών είπομεν, μετά κρί­σεως έκτελών όσα συντελούσιν είς κάθαρσιν και απελευθέρωση της ψυχής και σκέπτου περί εκάστου έχων ώς ήνίοχον την εξ ύψους άρίστην γνώμην. Αν δέ καταλιπών εν τη γη το σώμα έλθης εις τον ελεύθερον αιθέρα, τότε θά είσαι αθάνατος, θεός άφθαρτος, ουχί δέ πλέον θνητός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου