Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ο ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ!!!!

Αν σας έλεγαν ότι στον Παρνασσό κάνετε χιονοσκί πάνω σε μια τροπική θάλασσα, με νησάκια, κοραλλιογενείς υφάλους, λιμνοθάλασσες και παλιρροϊκά πεδία, δηλαδή κάτι σαν τις σημερινές Μπαχάμες, θα το πιστεύατε; Κι όμως, είναι αλήθεια, αν κάνετε με το νου σας ένα "μικρό" ταξίδι στο χρόνο, και πάτε πίσω 120 έως 150 εκατομμύρια χρόνια, στην περίοδο του Ύστερου Ιουρασικού και του Πρώιμου Κρητιδικού.

Τα γεωλογικά στρώματα, δηλαδή τα πετρώματα που σχηματίζουν σήμερα το βουνό, και ολόκληρη την Ελλάδα, δεν υπήρχαν από πάντα. Περί το τέλος του Παλαιοζωικού αιώνα, πριν 250 εκ. χρ., όλες οι ήπειροι είχαν συνενωθεί σε μία, που την ονομάζουμε Παγγαία (που σημαίνει όλες οι γαίες). "Λίγο" μετά, κατά το παλαιότερο τμήμα του Μεσοζωικού αιώνα, άνοιξε ένας ωκεανός, που του δώσαμε το ελληνικό όνομα της Ωκεανίδας Τηθύος. Αυτός είχε διάταξη ανατολή - δύση και έσπασε την Παγγαία σε δύο μεγάλες ηπείρους. Τη Λαυρασία στο βορρά (απ' την οποία αργότερα, όταν κι αυτή διασπαστεί σε μικρότερα κομμάτια, θα προκύψουν η βόρειος Αμερική, η Ευρώπη και η Ασία) και την Γκοντβάνα στο νότο (που περιελάμβανε όλες τις σημερινές νότιες ηπείρους, δηλαδή τη νότιο Αμερική, την Αφρική, την Ινδία, την Ωκεανία και την Ανταρκτική). Η περιοχή της Τηθύος που ενδιαφέρει την Ελλάδα είναι εκείνη που βρισκόταν ανάμεσα στο τμήμα εκείνο της Γκοντβάνας που μετά τη διάσπασή της θα δώσει την Αφρική και στο τμήμα εκείνο της Λαυρασίας που αργότερα θα είναι η Ευρώπη.

Η Τηθύς χωριζόταν σε επιμήκεις ζώνες, που έτρεχαν παράλληλα προς τις ακτές. Άλλες ήταν βαθειές λεκάνες, κι άλλες ήταν ρηχές περιοχές, με νησάκια που μόλις ξεπρόβαλλαν απ' το νερό, με λιμνοθάλασσες, με κοραλλιογενείς υφάλους, όπως είναι σήμερα οι Μπαχάμες. Η Πίνδος ήταν μια βαθειά λεκάνη, ενώ ο Παρνασσός (μαζί με τα "αδέρφια" του τη Γκιώνα, την Οίτη και τον Ελικώνα) ήταν μια τέτοια ρηχή θάλασσα που την ονομάζουμε ανθρακική τράπεζα Παρνασσού.

Όταν βλέπει κάποιος τα ποτάμια να κατεβάζουν υλικά από τα βουνά προς τη θάλασσα, εύκολα μπορεί να καταλάβει ότι στην ξηρά κυριαρχεί η διάβρωση, ενώ στη θάλασσα η απόθεση των υλικών, όπως τα κατακάθια του ελληνικού καφέ, και η δημιουργία πετρωμάτων με τη μορφή επάλληλων στρωμάτων. Έτσι λοιπόν, στο χώρο της Τηθύος, με τις επιμέρους ζώνες του, δημιουργήθηκαν τα ιζηματογενή πετρώματα που παρατηρούμε σήμερα στη λεγόμενη αλπική αλυσίδα, από τον Άτλαντα και τα Πυρηναία μέχρι τα Ιμαλάια. Η δημιουργία αυτή κράτησε 150 ή και 200 εκατομμύρια χρόνια, ανάλογα με την περιοχή.

Όταν κάτω από το φλοιό της Γης, στον μανδύα, εκτονώθηκαν οι εντάσεις που προκάλεσαν τη διάνοιξη της Τηθύος, τα ρεύματα του μανδύα άλλαξαν διάταξη. Τα καινούργια ρεύματα προκάλεσαν τη διάνοιξη νέων ωκεανών, του βόρειου και νότιου Ατλαντικού και του Ινδικού. Έτσι, ο δύο μεγάλες ήπειροι έσπασαν σε μικρότερα κομμάτια, τα οποία απομακρύνθηκαν το ένα από το άλλο και είναι οι σημερινές ήπειροι, που βεβαίως δεν έπαψαν να κινούνται. Ταυτόχρονα, το καινούργιο σύστημα κινήσεων, και ιδιαίτερα η διάνοιξη του νότιου Ατλαντικού, έσπρωξε την Αφρική προς βορράν και προκάλεσε το σταδιακό κλείσιμο της Τηθύος, τη σύγκρουση των βόρειων ηπειρωτικών τεμαχών με τα νότια, την πτύχωση των ιζημάτων που είχαν αποτεθεί στον παλιό ωκεανό και τελικά την ανόρθωση των αλπικών οροσειρών. Όλο το δυτικό τμήμα της Ελλάδας, δυτικά του Αξιού ποταμού, οι δυτικές Δειναρίδες και το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας προέρχονται από την αφρικανική μεριά της Τηθύος, και μετά το χαλάρωμα της σύγκρουσης παρέμειναν προσκολλημένα στην Ευρώπη.

Τα πετρώματα της ζώνης Παρνασσού αποτέθηκαν στην περίοδο από περίπου 220 μέχρι 50 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα και αμέσως μετά πτυχώθηκαν και σηκώθηκαν σε ψηλά βουνά. Στην περιοχή του χιονοδρομικού κέντρου και στις πίστες εμφανίζονται τα στρώματα που δημιουργήθηκαν στο διάστημα του ανώτατου Ιουρασικού και του κατώτερου Κρητιδικού, δηλαδή πριν από 150 μέχρι 100 εκατομμύρια χρόνια. Η περιοχή αυτή ήταν, παλαιογεωγραφικά, κοντά στο τότε βόρειο άκρο της ζώνης, που σήμερα λόγω στρέψης είναι ανατολικό. Κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι κοραλλιογενείς ύφαλοι με θαυμαστές κοινωνίες από κοράλλια και πλήθος άλλων μεγάλων και μικρών οργανισμών, όπως σπόγγοι, παχυόστρακα μαλάκια, μεγάλη ποικιλία από πολυκύτταρα και μονοκύτταρα φύκη, πρωτόζωα, ανθεκτικές κρούστες από μικρόβια και πολλά άλλα. Όλα αυτά βεβαίως τα βλέπουμε υπό μορφήν απολιθωμάτων μέσα στην πέτρα, ενώ με την αργή διάλυση του ασβεστολίθου από τις βροχές τα βλέπουμε σε ανάγλυφο στις επιφάνειες του πετρώματος. Φυσικά, τα είδη και τα γένη αυτά ζούσαν μόνο εκείνη την περίοδο, και μόνο σε περιοχές με παρόμοιες οικολογικές συνθήκες (κλίμα, βαθυμετρία, ρεύματα, προσφορά τροφής...) και αποτελούν θαυμαστές μαρτυρίες της ζωής του παρελθόντος, διότι σήμερα για πολλά από αυτά δεν υπάρχουν απόγονοι, ενώ οι απόγονοι των υπολοίπων είναι πολύ διαφορετικοί, λόγω της συνεχούς εξέλιξης και της προσαρμογής όλων των οργανισμών σε συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες...

Δρ. Νίκος Καρράς
Γεωλόγος-μικροπαλαιοντολόγος του ΙΓΜΕ http://www.parnassos-ski.gr/

=======
Ο Παρνασσός είναι βουνό της Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται στους νομούς Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Φωκίδας. Έχει μέγιστο ύψος 2.457 μέτρα, (υψηλότερη κορυφή η Λιάκουρα) και είναι ένα από τα υψηλότερα βουνά της Ελλάδας. Στα βορειοδυτικά ενώνεται με τη Γκιώνα ενώ στα νότια συνδέεται με την Κίρφη. Ο Παρνασσός είναι άμεσα συνδεδεμένος με την ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως για το σπουδαιότερο μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας που ήταν χτισμένο πάνω στα ιερά χώματά του, το Μαντείο των Δελφών. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα οι Δελφοί, ο "ομφαλός της γης", αποτελούν πόλο έλξης χιλιάδων τουριστών από ολόκληρο τον κόσμο, προσδίδοντας με τη φήμη τους αίγλη στον Παρνασσό.
Ονομασία
Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, του βουνό οφείλει το όνομά του στον ήρωα Παρνασσό, ο οποίος είχε κτίσει πάνω στο βουνό μια πόλη, η οποία καταστράφηκε από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Τότε οι κάτοικοι της πόλης ακολουθώντας τις κραυγές των λύκων οδηγήθηκαν ψηλότερα στο βουνό για να γλιτώσουν από τον κατακλυσμό, όπου έχτισαν μια νέα πόλη την οποία ονόμασαν Λυκώρεια, που σημαίνει κραυγές των λύκων. Το όνομα αυτό διασώζεται μέχρι και σήμερα ελαφρώς παραλλαγμένο. Ο Παρνασσός παλαιότερα ονομαζόταν Λιάκουρα, που αποτελεί δημώδη ονομασία που συναντάται κυρίως στα κλέφτικα τραγούδια και προέρχεται από το Λυκώρεια. Επίσης έτσι ονομάζεται η υψηλότερη κορυφή του Παρνασσού.
Ετυμολογικά, η λέξη Παρνασσός, υποστηρίζεται ότι προέρχεται από το προελληνικό υπόστρωμα, δηλαδή την γλώσσα που μιλούσαν οι Πελασγοί, και στων οποίων τα τοπωνύμια ήταν συχνή η κατάληξη -σσος.

 Μυθολογία


Ειδιλιακή άποψη από την Κόρινθο περί τα τέλη του 190υ αιώνα. Περιοδικό Εστία του 1894.
Πολλές παραδόσεις της ελληνικής μυθολογίας και της γένεσης του ελληνικού έθνους έχουν συνδεθεί με τον Παρνασσό. Μία από αυτές αναφέρει ότι όταν ο Δίας αποφάσισε να καταστρέψει το διεφθαρμένο ανθρώπινο γένος με τον ονομαστό κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, ο Δευκαλίων, γιος του Προμηθέα, άκουσε τη συμβουλή του πατέρα του και έφτιαξε ένα πλοίο, στο οποίο επιβιβάστηκε ο ίδιος με τη γυναίκα του, την Πύρρα. Μετά από εννέα μερόνυχτα ασταμάτητης βροχής, την δέκατη, το πλοίο προσάραξε στον Παρνασσό, όπου ο Δευκαλίων έκανε θυσία προς τιμήν του Δία και ο θεός πραγματοποίησε την πρώτη ευχή του Δευκαλίωνα, να ξαναγίνει το ανθρώπινο γένος.
Στην Φωκίδα μια παράδοση ήταν ότι, ο Δευκαλίωνας και η Πύρρα πήγαν στους Δελφούς, στο ιερό της Θέμιδος, την οποία παρακάλεσαν για την επαναδημιουργία του ανθρωπίνου γένους. Εκείνη τους είπε ότι θα έπρεπε να καλύψουν τα πρόσωπά τους και να πετούν πίσω τους τα οστά της μητέρας τους. Έτσι εκείνοι, ερμηνεύοντας τον χρησμό, κάλυψαν τα πρόσωπά τους και πέταξαν πίσω τους πέτρες, τα οστά δηλαδή της μητέρας Γης. Κάθε πέτρα που πετούσε ο Δευκαλίων γινόταν άνδρας και κάθε πέτρα της συζύγου του γινόταν γυναίκα.

 Ιστορία

Η ίδρυση του Μαντείου των Δελφών, στις νοτιοδυτικές πλαγιές του Παρνασσού, προσέδωσε αίγλη στο βουνό από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, κάνοντάς το εξίσου ιερό στα μάτια των Ελλήνων με τον Όλυμπο. Ο Παρνασσός ήταν αφιερωμένος στον Απόλλωνα και στις "Κωρυκειάδες νύμφες", οι οποίες ζούσαν στο Κωρύκειο άντρο πάνω στην Λυκώρεια, ενώ σε αυτόν ζούσαν και οι Μούσες. Σε αυτόν επίσης βρισκόταν η γνωστή Κασταλία πηγή. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ο Παρνασσός αποτελούσε τον προμαχώνα των ελληνικών φύλων της νότιας Ελλάδας, έναντι των επιδρομέων από τον βορρά, με κορυφαίο γεγονός τη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ. κατά των Περσών.
Το βουνό έπαιξε σπουδαίο ρόλο την Ελληνική Επανάσταση του 1821, αφού σε αυτό έλαβαν μέρος σπουδαίες μάχες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, κυρίως οι μάχες της Αλαμάνας και της Γραβιάς.

 Χαρακτηριστικά


Ο Παρνασσός από την Τιθορέα Φθιώτιδας
Ο Παρνασσός αποτελεί μία από τις νότιες απολήξεις της Πίνδου. Εκτείνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση και χωρίζει την κοιλάδα του Βοιωτικού Κηφισού από εκείνη της Άμφισσας. Ουσιαστικά αποτελεί το νοτιοανατολικό τμήμα του μεγάλου ορεογραφικού συμπλέγματος της κεντρικής Ρούμελης, από τα άλλα δύο τμήματα του οποίου, την Γκιώνα και τα Βαρδούσια, υπολείπεται σε ύψος λίγα μόλις μέτρα.
Στα βορειοδυτικά ενώνεται με την Γκιώνα στο διάσελο του "51" που παραπέμπει στο 51ο χιλιόμετρο Άμφισσας - Λαμίας, στα δυτικά πέφτει απότομα πάνω από τον Ελαιώνα της Άμφισσας και στα νότια ενώνεται με την Κίρφη. Μια σειρά από μεγάλα βυθίσματα κατά μήκος του δρόμου Αράχωβα - Επτάλοφος, όπως τα Καλύβια Αράχωβας και ο Αχλαδόκαμπος, καθώς και το ρέμα της Αγόριανης, χωρίζουν το βουνό στον δυτικό και τον κυρίως Παρνασσό. Το δυτικό τμήμα του είναι ομαλό και δασωμένο και περιβάλλεται από απότομες πλαγιές και γκρεμούς, ενώ το κυρίως κομμάτι του πιο εκτεταμένο και πολυσχιδές.
Οι δύο ψηλότερες κορυφές του είναι η Λιάκουρα στα 2.457 μ., η οποία είναι και η υψηλότερη, και ο Γεροντόβραχος στα 2.367 μ. που βλέπει προς τον Κορινθιακό κόλπο, ανάμεσα στις οποίες βρίσκεται η ράχη Αρνόβρυση, στην οποία βρίσκεται το χιονοδρομικό κέντρο. Σε όλη τη διάρκεια του έτους, οι δύο αυτές κορυφές είναι γυμνές από βλάστηση, καλύπτονται από χιόνι, ενώ οι πλαγιές του βουνού είναι δασώδεις, με πυκνή βλάστηση και με κύριο δέντρο το έλατο, αλλά και κέδρους (αρκεύθους), μαυροπεύκα, αγριοκορομηλιές. Επίσης υπάρχουν σπάνια ενδημικά φυτά που την άνοιξη μέχρι και τις αρχές του καλοκαιριού κατακλύζουν το βουνό σε μεγάλα υψόμετρα.
Τα νερά του Παρνασσού, χάνονται στα υπόγεια δίκτυα των ασβεστολιθικών πετρωμάτων του και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια κοντά στην Αράχωβα και τον Βοιωτικό Κηφισό. Το έδαφος του Παρνασσού είναι πολύ πλούσιο σε κοιτάσματα βωξίτη. Το βουνό επίσης φιλοξενεί πολλά είδη άγριων ζώων όπως λύκους, αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, σκίουρους, αετούς, γύπες, γεράκια, αγριογούρουνα, φίδια και πολλά άλλα.
Υπάρχει ακόμα ο Εθνικός Δρυμός Παρνασσού, ο οποίος έχει έκταση 36.000 στρέμματα και ιδρύθηκε το 1938. Είναι τοποθετημένος στα όρια των νομών Φωκίδας και Βοιωτίας, ανάμεσα στους Δελφούς, την Αράχωβα και την Αγόριανη. Στον χώρο του Δρυμού υπάρχουν εντυπωσιακές καταβόθρες, σπήλαια και βραχώδεις κορυφές και συναντά κανείς τα περισσότερα από τα είδη χλωρίδας και πανίδας που προαναφέρθηκαν.

Ο Παρνασσός από το Γαλαξίδι
Τα τοπία που προσφέρει η οροσειρά του Παρνασσού είναι μοναδικά. Πάνω του μπορεί κανείς να δει έντονη την αντίθεση, της αξιοποίησης ορισμένων σημείων του βουνού και της άγριας, ανέγγιχτης ομορφιάς κάποιων άλλων. Η θέα που προσφέρει ο Παρνασσός στα δυτικά, προς το Κρισαίο πεδίο, τον Κορινθιακό και την οροσειρά της Γκιώνας είναι αξιοθαύμαστη, και δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι Έλληνες διάλεξαν ένα σημείο με τόσο επιβλητική θέα για να φτιάξουν το μεγαλύτερο μαντείο της αρχαιότητας. Επίσης υπάρχουν πολλές ορειβατικές διαδρομές διάσπαρτες σε όλο τον ορεινό όγκο, ενώ την δυτική πλευρά του βουνού διασχίζει το Ευρωπαϊκό μονοπάτι μεγάλων διαδρομών, γνωστό ως Ε4.
Ο Παρνασσός είναι ιδιαίτερα γνωστός εκτός από τους Δελφούς, για το χιονοδρομικό κέντρο του, την Αράχωβα, καθώς και για τα παραδοσιακά χωριά του με πιο γνωστή την Αγόριανη.

 Χιονοδρομικό Κέντρο

Το Χιονοδρομικό Κέντρο Παρνασσού είναι το μεγαλύτερο χιονοδρομικό κέντρο της Ελλάδας και λειτουργεί από τον Δεκέμβριο μέχρι τις αρχές Μαΐου κάθε έτους. Βρίσκεται ανάμεσα στις δύο υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, στις θέσεις Φτερόλακκα και Κελάρια και σε υψόμετρο 1.600 - 2.250 μέτρα. Η κατασκευή στη θέση Φτερόλακκα ολοκληρώθηκε το 1976 ενώ η αντίστοιχη στη θέση Κελάρια το 1981. Αποτελεί πόλο έλξης για εκατοντάδες χιονοδρόμους, ενώ ένα ιδιαίτερα σημαντικό πλεονέκτημά του είναι η θέση του στην κεντρική Ελλάδα, σε μικρή απόσταση από την Αθήνα, την Πάτρα και τη Λαμία.....απο την Βικιπαιδεια

 ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ

Ένα ρεύμα επηρεασμένο από τον Παρνασσό και αναφέρετε με τον όρο παρνασσισμός αναπτύχθηκε στη Γαλλία, στα μέσα του 19ου αιώνα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1886 από τον εκδότη Αλφόνς Λεμέρ στην ποιητική ανθολογία του Σύγχρονος Παρνασσός και αποτελεί αναφορά στο ελληνικό βουνό του Παρνασσού και την μυθολογική του υπόσταση ως κατοικία των Μουσών. Ως λογοτεχνικό ρεύμα, ο παρνασσισμός αποτέλεσε μία αντίδραση στο κίνημα του ρομαντισμού και επανέφερε στην τέχνη στοιχεία του κλασικισμού, ενώ επηρεάστηκε σημαντικά από το έργο του Θεόφιλου Γκωτιέ Η τέχνη για την τέχνη.

Οι παρνασσιστές επιδίωκαν την πιστότητα, τη ρεαλιστική αναπαράσταση και την απάθεια, σε αντίθεση με την υπερπροβολή συναισθημάτων του ρομαντισμού. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων τους είναι η στατικότητα, γι' αυτό και παρομοιάζονται με ζωγραφικούς πίνακες. Η πιστότητα στα ποιήματα επιτυγχάνεται με τις ακριβείς περιγραφές και την επιμονή στην αναζήτηση των κατάλληλων λέξεων, ειδικά των επιθέτων. Αντλούσαν την έμπνευσή τους από σκηνές της καθημερινής, κοινωνικής αλλά και ιστορικής πραγματικότητας. Στράφηκαν προς την κλασική (ελληνική και ρωμαϊκή) αρχαιότητα αλλά και προς τον ινδικό πολιτισμό. Ως προς τη μορφή, οι παρνασσιστές επιδίωκαν την απόλυτη τελειότητα. Επεξεργάζονταν πολύ τους στίχους και πειθαρχούσαν απόλυτα στους μετρικούς κανόνες. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των ποιημάτων, που κατά τ' άλλα θεωρούνται ψυχρά.

Ανάμεσα στους εκπροσώπους της σχολής των παρνασσιστών συγκαταλέγονται οι Λεκόντ Ντελίλ, Πωλ Βερλαίν, Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, Catulle Mends και Συλί Προυντόμ. Στην Ελλάδα, επιδράσεις του παρνασσισμού υπάρχουν σε ποιήματα του Κωστή Παλαμά (στα πρώτα του ποιήματα), του Γρυπάρη, του Μαλακάση, του Πορφύρα, του Μαβίλη και άλλων.http://www.parnassos-ski.gr/


Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

ΟΙ ΜΥΗΣΕΙΣ..Η ΜΥΗΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Οι μυήσεις του αυτοκράτορα Ιουλιανού


Η μύηση ως πολιτισμική μεταβίβαση



Η λέξη μύηση προέρχεται από το ρήμα μυέω – μυώ και σημαίνει εισάγω κάποιον κάπου, του διδάσκω κάτι. Ως ιδιαίτερο τελετουργικό φαινόμενο κάνει την εμφάνιση της από τις απαρχές ακόμα τις ανθρώπινης θρησκευτικής σκέψης. Πρόκειται για μια τελετουργία σχεδόν πάντοτε συνδεδεμένη στενά με το μυστήριο, του οποίου αποτελεί το πρόθυρο. Στην αρχή μέσω της μύησης γίνονταν δεκτοί στην πρωτόγονη κοινωνία οι νέοι και οι νέες που ενηλικιώνονταν. Μέσα από το τελετουργικό της μύησης διδάσκονταν οι νέες γενιές την αποδοχή των θρησκευτικών και κοινωνικών ηθών και εθίμων της κοινωνίας, της φυλής, του έθνους, της θρησκείας. Τέτοιου είδους μυήσεις είναι γνωστές τόσο στη δωρική Κρήτη αλλά και στην αρχαία Σπάρτη, όπου οι νεαροί και οι νεαρές που ενηλικιώνονταν υποβάλλονταν σε μια μυητική τελετή που συνίστατο στην αποδοχή εκ μέρους τους των ηθών και των εθίμων και των παραδόσεων της τοπικής κοινωνίας στην οποίαν ανήκαν αλλά και κατόπιν αυτού στην αμοιβαία αποδοχή τους από το κοινωνικό σύνολο. Οι μυήσεις αυτές συνίσταντο στην απομάκρυνση για κάποιο διάστημα από την οικογενειακή εστία και στη σκληραγώγηση των νέων μέσω ενός αυστηρού τρόπου ζωής. Ένας από τους σκοπούς ήταν και να μάθουν οι μυούμενοι να αντιμετωπίζουν μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής και να επιβιώνουν σε δυσμενείς συνθήκες. Έτσι, ο νέος κατά τη διάρκεια των μυητικών αυτών ιεροτελεστιών έπρεπε να αποδείξει ότι μπορεί να αναλάβει τις ευθύνες του και να δείξει το θάρρος και την αντοχή του. Ο μυούμενος «εκπαιδεύόταν» μέσα από ορισμένες συμβολικές και τελετουργικές πράξεις, όπως η μεταμφίεση, η αντιμετώπιση διαφόρων φυσικών και μεταφυσικών κινδύνων κ.α., και στο τέλος «πεθαίνε» για να «ξαναγεννηθεί» ως κανονικό μέλος της φυλής ή της ομάδας. Με την «επαναγέννηση» του μέσω του πολύπλοκου και κοπιαστικού μυητικού τελετουργικού έχει αποβάλλει την παιδική του άγνοια και έχει μυηθεί στη γνώση. Δηλαδή, έχει αποδεχθεί ως κάτι ιερό, δεδομένο και απαραβίαστο τους νόμους και τους κανόνες του κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκε. Με τη μύηση οι νέοι καθαίρονται από την άγνοια, διδάσκονται την υπακοή στα κοινωνικά δεδομένα και εντάσσονται πλήρως στην φυλή.



Τα αγόρια μυούνταν από άνδρες και τα κορίτσια από γυναίκες, με αποτέλεσμα να αναπτύσσεται ενίοτε ομοφυλοφιλική σχέση μεταξύ μύστη και μυούμενου, γεγονός που αποτελούσε συχνά αφορμή σκανδάλου. Ο μύθος του Διός που ερωτεύεται τον όμορφο νεαρό Γανυμήδη και τον απαγάγει τοποθετώντας τον ως οινοχόο στο τραπέζι των Ολυμπίων ήρθε να δώσει την μεταφυσική δικαίωση, ερμηνεία και βάση των ομοφυλοφιλικών σχέσεων που αναπτύσσονταν μεταξύ μύστη και μυουμένου. Εάν ο Δίας έκανε κάτι τέτοιο τότε είναι θεμιτό να συμβαίνει και μεταξύ των θνητών. Μόνο που ο Δίας, και κατά συνέπειαν οι πράξεις του, πολλές φορές αποτελούσαν αντανάκλαση των ανθρωπίνων επιθυμιών και πράξεων, θεμιτών και αθέμιτων. Αντιδρώντας αργότερα σε αυτή τη σκανδαλώδη μεταβίβαση των ανθρωπίνων αδυναμιών στους Ολύμπίους οι Ρωμαίοι δήλωσαν κατηγορηματικά: quod licet bovis non licet Jovis, (ότι επιτρέπεται στα βόδια, δεν επιτρέπεται και στον Δία!)



Μολονότι λοιπόν αυτού του είδους οι μυήσεις δεν ήσαν καθαρά θρησκευτικές, ωστόσο δεν στερούνταν πλήρως του θρησκευτικού στοιχείου ούτε του θρησκευτικής υφής θεμελιώδους μύθου τους όπως εκείνος της απαγωγής του Γανυμήδη από τον Δία που προαναφέραμε. Η μύηση όμως δεν έπαυε να είναι βασικά μια σκληραγωγία των νέων των οποίων κάθε λάθος η αποτυχία τιμωρείτο αυστηρά, -όπως με σκληρότατους ραβδισμούς στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος στην Σπάρτη, γεγονός που κατά τα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε πόλος έλξης για πολλούς εκφυλισμένους σαδιστές της εποχής, Ρωμαίους και μη- ενώ πάντοτε επικρέματο επί της κεφαλής των μυουμένων η απειλή της θυσίας, συγκεκριμένα της ανθρωποθυσίας, όπως συνέβαινε στο ιερό της Αρτέμιδος στην Βραυρώνα όπου η θεά απαιτούσε την θυσία κάποιας κοπέλας από τις «άρκτους» δηλαδή τις μυούμενες η οποία στο τέλος αντικαθίστατο με κάποια αίγα. Θυσία αίγας γινόταν και στις μυητικές τελετές ενηλικίωσης στο ιερό της Ήρας στην Κόρινθο όπου σύμφωνα με την παράδοση η Μήδεια είχε θανατώσει τα παιδιά της.



Το φαινόμενο της τελετουργικής μύησης επιβιώνει έως τις ημέρες μας στις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής, της Αυστραλίας καθώς και στους φοιτητικούς συλλόγους πολλών αγγλοσαξονικών πανεπιστημίων και πολλών στρατιωτικών σχολών. Παρά τις αλλαγές που υπέστη η μύηση ανά τους αιώνες ανάλογα με τις περιστάσεις και την εκάστοτε περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ωστόσο παρέμεινε ένα διαχρονικό φαινόμενο και κύριος σκοπός της υπήρξε πάντοτε η μεταβολή της εξωτερικής και ιδίως της εσωτερικής κατάστασης του ανθρώπου που μυέίτο καθώς και της σχέσης του με το θείο.



Θρησκευτική τελετουργία



Με την εξέλιξη της κοινωνίας η μύηση πήρε καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα και αποτέλεσε μόνιμο και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κυρίως των μυστηριακών μυστικιστικών θρησκευμάτων τα οποία δεν απευθύνονταν στους πολλούς αλλά σε μια πνευματική ελίτ, στους «μυημένους», στους οποίους αποκαλύπτονταν οι μυστικιστικές διδασκαλίες των μυστηρίων που δεν ήταν μια αποκάλυψη η οποία έπρεπε να διαδοθεί αλλά μια αλήθεια που έπρεπε να μείνει καλά κρυμμένη. Η αλήθεια ή το μυστικό των μυστηριακών θρησκειών ήταν η άμεση επαφή, η μέθεξη, του θνητού ανθρώπου, του μύστη, με το μεταφυσικό, το θείο και αυτή ήταν που ωθούσε τις ψυχές των ανήσυχων ανθρώπων να μυηθούν και να υποστούν κατά την διάρκεια της μύησης τους τόσες οδύνες και τόσους τρόμους. Δίνοντας έναν ορισμό της μύησης ο Μίρτσεα Ελιάντε λέει πως αυτή ισοδυναμούσε με την κατάκτηση της αθανασίας και με την μετουσίωση της ανθρώπινης φύσης σε θεϊκή. Αυτή η μέθεξη μάλιστα, η άμεση επαφή με το θείο, δεν επιτυγχάνετο άπαξ, αλλά επαναλαμβάνετο, όσες φορές ο άνθρωπος συμμετείχε στα μυστήρια. Και για να συμμετάσχει θα έπρεπε φυσικά να μυηθεί σε αυτά.



Στην αρχαία Ελλάδα συγκεκριμένα τα μυστήρια ήταν τελετές που αναπτύσσονταν ταυτόχρονα με την δημόσια λατρεία της πόλης-κράτους η οποία ήταν υποχρεωτική για τους πολίτες και η μη συμμετοχή τους σε αυτή προκαλούσε υποψίες. Τα μυστήρια προσεγγίζονταν μόνο από ανήσυχα πνεύματα που επιζητούσαν την «μέθεξη με το θείο». Για να προσεγγίσει κάποιος τα μυστήρια απαιτούνταν μια ιδιαίτερη τελετή μύησης η οποία γινόταν σε ένα ειδικό οίκημα το «τελεστήριον» και η διαδικασία αυτή, το «μυείν», ονομαζόταν τελετή όπως και οι υπόλοιπες θρησκευτικές πράξεις. Ωστόσο για τις μυητικές κυρίως αλλά και για τις υπόλοιπες τελετές των μυστηρίων χρησιμοποιείτο και το η λέξη «όργια». Το «οργιάζειν» σήμαινε την έντονη συμμετοχή των μυουμένων στην τελετουργική κατάσταση μέσω της οποίας άλλαζαν ψυχική διάθεση και όπου η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Σε μερικά από αυτά τα «όργια» συμμετείχε και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης γενόμενος μύστης των αρχαίων ελληνικών μυστηρίων.



Οι μυητικές τελετές λάμβαναν χώρα μέσα σε σκοτεινούς ναούς και σε μυστικά δωμάτια. Οι αναπαραστάσεις των μυθολογικών σκηνών μέσα στα άντρα όπου λάμβαναν χώρα οι μυήσεις, συνέβαλαν στο να αισθάνεται ο μυούμενος ότι προσέγγιζε τον θεό τον οποίον επικαλούνταν. Δια της εκστατικής θέας του θείου και της κοινωνίας με την αποκαλυπτόμενη σε αυτούς θεότητα πίστευαν ότι μπορούσαν να αποφύγουν κάθε κακό σε αυτήν την ζωή αλλά να τύχουν και της θεϊκής εύνοιας και σωτηρίας και στην επέκεινα ζωή. Πίστευαν απόλυτα όχι μόνον ότι ο ίδιος ο θεός ήταν παρών αλλά ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην θεότητα του. Αυτή η μετοχή τους έδινε την πεποίθηση ότι στην άλλη ζωή θα είχαν καλύτερη μοίρα από ότι σε αυτήν. Στον βασικό μύθο της μύησης υπήρχαν σχεδόν πάντοτε μοτίβα όπως η γέννηση, το σπήλαιο, ο θάνατος του παιδιού, ο ένοπλος χορός, από τα οποία συνήθως αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα μυστήρια. Οι τελετουργίες της μύησης διέφεραν από μυστηριακή σε μυστηριακή θρησκεία και διαμορφώνονταν πάντοτε από την περιρρέουσα κοινωνική και θρησκευτική κατάσταση από το ύφος δηλαδή της κάθε εποχής και της κάθε κοινωνίας. Ωστόσο μερικά στοιχεία είμαι μόνιμα και εμφανή στις μυήσεις κάθε εποχής. Αυτά είναι συνοπτικά:



-Μια καθαυτό μύηση του υποψηφίου που είχε ως κεντρικό στοιχείο της τους καθαρμούς.

- Η τέλεση ενός «ιερού δράματος» που αναπαριστούσε με δρώμενα τον «ιερό λόγο», το δράμα του εκάστοτε θεού των μυστηρίων.

-Αναίμακτες προσφορές με την συνοδεία ορισμένων ύμνων.



Κεντρικά στοιχεία των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός θάνατος και η πλασματική αναβίωση του μύστη, που πεθαίνει στην παλιά του κατάσταση και ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα σοφίας.



Μυητικά σπήλαια



Τα σπήλαια-ιερά που σύμφωνα με το γνωστό εξελικτικό σχήμα ήταν στην πρωτόγονη εποχή η κατοικία του ανθρώπου και κατόπιν μετασχηματίσθηκαν σε κατοικίες των θεών, συχνά αποτελούσαν χώρους όπου γίνονταν μυήσεις. Οι σκοτεινοί, ανησυχητικοί και δυσπρόσιτοι χώροι των σπηλαίων προσφέρονταν για να μετατραπούν σε χώρους μύησης όπου επιχειρείτο η συνάντηση και η άμεση επικοινωνία με το θείο. Σε αυτό βοηθούσε και το περιβάλλον με τις εικονογραφημένες μορφές στους τοίχους τους που κάτω από το φως των δαυλών ξεπετάγονταν σαν τέρατα. Εκεί ο «ακάθαρτος» άνθρωπος μπαίνοντας στον στενό κύκλο της ορφικής, διονυσιακής η άλλης αδελφότητας υφίστατο μια δοκιμασία καθαρμού μέσα από συναισθηματικά φορτισμένες πράξεις καθαρμού και τελετουργικές επιδείξεις. Μέσω αυτών των τελετουργιών εισήρχετο σε μια καθορισμένη ιδεατή και νοητή περιοχή καθαρότητας, εκείνη του «ιερού», περιοχή στην οποία βρισκόταν και η κοινότητα στην οποία με τη μύηση εισερχόταν. Την περιοχή αυτή την περιέβαλλε σαν ένα χαοτικό «εκτός» το βέβηλο. Ο μυούμενος περνούσε σε ένα «ανώτερο επίπεδο» ερχόμενος σε άμεση επαφή με το θείο και καθαρόμενος ξέφευγε από την δεδομένη κατάσταση της ζωής και της καθημερινότητας. Ο ίδιος ο Πυθαγόρας μυήθηκε στα κρητικά μυστήρια στο Ιδαίον Άντρον, το σπήλαιο όπου γινόταν οι μυήσεις στην Κρήτη. Ωστόσο η ανακάλυψη από τους αρχαιολόγους ενός βωμού που είχε επάνω του διάφορα θρησκευτικά σύμβολα μέσα στο ανάκτορο της Κνωσού έκανε μερικούς να υποστηρίζουν ότι το ανάκτορο ήταν ναός και ότι εκεί τελούνταν τα μυστήρια.



Καθαρτικά μέσα



Οι τελετές μύησης τώρα ως τρόποι επαφής με το θείο χρησιμοποιούνταν και σε κρίσιμες καταστάσεις παραφροσύνης, ασθένειας, αισθήματος ενοχής κλπ κλπ. Το πιο διαδεδομένο μέσο καθαρμού ήταν το νερό και η φωτιά. Ο Κ. Κερενύι (1) λέει χαρακτηριστικά ότι το νερό και το σκοτάδι έπαιζαν τον κύριο ρόλο στην μύηση. Ο Ηρακλής παρουσιάζεται να μυείται στα ελευσίνια μυστήρια με καλυμμένο το κεφάλι με δέρμα κριού και κρατώντας δύο αναμμένες δάδες ενώ η Δήμητρα βάφτισε ως μωρό τον ελευσίνιο ήρωα Δημοφώντα στις φλόγες της εστίας για να αποκαθαρθεί από κάθε τι το θνητό. Αλλά και μέχρι σήμερα η φωτιά, το πυρ, υποσυνείδητα έχει για τον άνθρωπο καθαρτικές ιδιότητες. Επίσης το θυμίαμα, το μέλι, ο αέρας, τα στοιχεία της φύσης και το χώμα όπου με την «αποσπόγγιση» σε ορισμένα μυστήρια ο μυούμενος αλείφονταν με πηλό και ασβέστη και πίτουρα ιδίως στο πρόσωπο και μετά καθαρίζονταν. Αυτό το τελετουργικό γινόταν συνήθως στις ορφικές μυητικές τελετές όπου ο πηλός και η ασβέστη επείχαν θέση της σταχτής των κατακεραυνωμένων από τον Δία Τιτάνων, του «τιτανικού-γήινου στοιχείου» από το οποίο ο μυούμενος έπρεπε να καθαρθεί για να έρθει σε επαφή με το Διόνυσο-Ζαγρέα. Στην συγγενική με την ορφική, διονυσιακή λατρεία, όπου ο ερωτισμός ήταν απροκάλυπτος φαίνεται ότι τουλάχιστον σε μερικούς τύπους της διονυσιακής μυήσεως, όπως αργότερα και σε κάποιες γνωστικές αιρέσεις, κατά την διάρκεια της μύησης συνέβαινε μεταξύ των μυστών πραγματικά ολοκληρωμένη ερωτική επαφή, που μπορεί να έχει τις ρίζες της σε πρωτόγονες τελετές μύησης-εισαγωγής των εφήβων στην σεξουαλικότητα. Όταν όμως οι εκδηλώσεις αυτού του είδους γίνονταν δημοσίως εθεωρούντο ως σκάνδαλο και οι Ρωμαίοι τις αντιμετώπιζαν με πρωτοφανή αυστηρότητα.



Καθαρμός γινόταν και με αίμα και ο Ηράκλειτος (Β 5) ο οποίος μέμφεται αυτές τις τελετές λέει χαρακτηριστικά δηλώνοντας το παράδοξο της τελετουργίας ότι «εξαγνίζονται μιαιόμενοι με άλλο αίμα σαν κάποιος που μπήκε στην λάσπη να θέλει να πλυθεί με λάσπη.» Το θυσιαστήριο θύμα σφάζονταν πάνω από το κεφάλι του μυούμενου και το αίμα του έτρεχε στο κεφάλι και τα χέρια του που εξαγνίζονταν. Στην συνέχεια με το ξέπλυμα αποκτούνταν ξανά η καθαρότητα εσωτερική και εξωτερική. Το αίμα ερχόταν για άλλη μια φορά σε επαφή με αίμα, γινόταν δηλαδή μα αβλαβής επανάληψη της αιματοχυσίας στην οποία το ορατό μίασμα αναιρείτο και το συμβάν του φόνου δεν συγκαλείπτετο αλλά υπερνικάτο. Ο μυούμενος αποδεχετο το γεγονός και ταυτόχρονα απαλλασσόταν από αυτό. Σκοπός της κάθαρσης και του εξαγνισμού ήταν να μετατρέψει την ανωμαλία σε ομαλότητα. Ως μίασμα, αντίθετο του όρου «αγνός» θεωρούνταν ορισμένες σοβαρές ανατροπές της συνηθισμένης ζωής. Όπως η σεξουαλική ζωή, η γέννηση ο θάνατος και ιδιαίτερα ο φόνος τα οποία πρέπει να αποφεύγονται για να διατηρείται μια συγκεκριμένη μορφή αγνείας. Υπήρχαν επίσης απαγορεύσεις όσον αφορούσε την διατροφή και επιβάλλετο νηστεία και αποχή από ορισμένες τροφές για κάποιες ημέρες. Απαγορευόταν πολλές φορές και η χρήση του λουτρού. Ελούονταν μόνο πριν να μυηθούν όπως στα ελευσίνια μυστήρια όπου οι μύστες έκαναν το λουτρό τους στην θάλασσα μιαν ορισμένη ημέρα. Η αγνεία και η καθαρότητα επίσης αποτελούσαν τον κοινό παρονομαστή όλων των μυστήριων και συνίσταντο στην αποφυγή της επαφής με τους νεκρούς και τις λεχώνες και στην αντιθετική σχέση με την σεξουαλικότητα μολονότι η εφ όρου ζωής αγαμία σπανίως συναντάται στην αρχαία Ελλάδα. Επίσης υπήρχαν απαγορευμένα φαγητά και εγκράτεια που συνιστούσαν έναν ασκητισμό ο οποίος αναπτυσσόταν όμως ως διαμαρτυρία εναντίον του πολιτισμού της πόλεως και του ιερατείου της.



Η οργανωμένη φυγή στην πρωτόγονη βαρβαρότητα, η «ιερά μανία», ήταν ακόμα ένας από τους τρόπους εξαγνισμού. Ο Ιπποκράτης (περί ιερής νόσου 1.42) καταφέρεται εναντίων των μάγων που τελούσαν τέτοιου είδους καθαρμούς. Το ίδιο ίσχυε και στην «κορυβαντική μανία» όπου σύμφωνα με τον Πλάτωνα (Πλάτωνος, Ίων 534α, Συμπόσ. 215 δ, Φαίδρος 234 δ, Νόμοι 790 δ, Μιν. 318 β), οι πιστοί της Μεγάλης Μητέρας Κορύβαντες εκστασιάζονταν υπό τους ήχους ενός φρυγικού ρυθμού και όταν τελικά εξαντλούνταν από τον έξαλλο χορό ένιωθαν απελευθερωμένοι όχι μόνο από την εκστατική οργιαστική μανία τους αλλά και από ότι προηγουμένως τους δυνάστευε. Από εκεί προέρχεται και ο «καθαρμός δια της μουσικής» που αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στις τραγωδίες. Σύγχρονο παράδειγμα ίασης μέσω της εκστατικής οργιαστικής μανίας που προκαλείται με τη βοήθεια της μουσικής είναι ο παραδοσιακός χορός της Ταραντέλλας, πολύ διαδεδομένος στην νότιο Ιταλία, την αρχαία δηλαδή Μεγάλη Ελλάδα με την έντονη Ορφικό-πυθαγορική μυστικιστική παράδοση. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος δεχόταν θανατηφόρο δάγκωμα από δηλητηριώδες ερπετό ή έντομο, έπεφτε σε εκστατική μανία με τη βοήθεια του συγκεκριμένου οργανικού σκοπού, μέχρις ότου εξαντλημένος σταματήσει σε ημιλιπόθυμη ή λιποθυμική κατάσταση. Για όσο διάστημα διαρκούσε η εκστατική μανία το άτομο αυτό θεωρείτο «ιερό» και όταν συνερχόταν ήταν πλήρως θεραπευμένο από τις θανατηφόρες επιδράσεις του δηλητηρίου.



Αφού είδαμε τα προκαταρκτικά της μύησης σε γενικές γραμμές ας παρακολουθήσουμε τώρα και μυητικό τελετουργικό όπως μας το διασώζουν οι βιογράφοι ενός από τους τελευταίους μύστες των μυστηρίων, του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη.



Η μύηση του Ιουλιανού



«Πλήν σαν ευρέθηκε μέσα στο σκότος,

μέσα στης γής τα φοβερά τα βάθη,

συντροφευμένος μ’ Έλληνας αθέους,

κι είδε με δόξαις και μεγάλα φώτα

να βγαίνουν αυλες μορφές εμπρός του,

φοβήθηκεν για μια στιγμήν ο νέος,

κι ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων

επέστρεψε, κ’ έκαμε τον σταυρό του.

Αμέσως η μορφαίς αφανισθήκαν,

η δόξαις χάθηκαν- σβήσαν τα φώτα».



Έτσι περιέγραψε ο Καβάφης στο ποίημα του «Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις» την μύηση στα αρχαία ελληνικά μυστήρια του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη και νομίζουμε ότι κανείς δεν θα μπορούσε να την αποδώσει ποιητικότερα. Βασιζόμενος στα όσα διασώζουν για την μύηση του αυτοκράτορα ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, στον πρώτο λόγο του «Κατά Ιουλιανού», αλλά και ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωζόμενος, μεταφέρει σχεδόν αυτούσια τα γεγονότα ντύνοντας τα μόνο με την υπέροχη ποιητική του έκφραση. Στο απόσπασμα του ποιήματος που μόλις είδαμε αναφέρονται όλα τα βασικά χαρακτηριστικά μιας αρχαιοελληνικής μύησης. Το σκότος κυριαρχεί στον τόπο της μύησης, ο οποίος βρίσκεται μέσα στα έγκατα της γης ή οπωσδήποτε σε ανήλιαγο και κλειστό μέρος. Ο μυούμενος συνοδεύεται από τους μύστες οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους «Έλληνες αθέους» και ξαφνικά το πλήρες σκοτάδι που γεμίζει με το φόβο του αγνώστου την ψυχή του αδαούς μυούμενου το διαδέχονται λάμψεις, «δόξαις και μεγάλα φώτα» που κατατρομοκρατούν τον μυούμενο. Μπορεί εκείνος μέσα από την μύηση να μαθαίνει, να του αποκαλύπτεται κάποια κρυφή γνώση ή διδασκαλία αλλά η ψυχή του μέσα από αυτήν την βιασμένη εμπειρία της «μέθεξης με το μεταφυσικό» σίγουρα παθαίνει. Οι Έλληνες θεουργοί χρησιμοποιώντας μάλλον τα Χαλδαϊκά Λόγια του εμφάνισαν κάποια πυραυγή φάσματα ή φάσματα εκατικά φωτοειδή (2) όπως εκείνα τα οποία ισχυρίζεται ότι είδε ο Πρόκλος. Η ψυχή του μελλοντικού αυτοκράτορα τρομοκρατείται από τις τεχνητές ή φυσικές μυητικές λάμψεις και παρακινούμενος από τον «ιερόν φόβον» κατά τον άγιο Γρηγόριο, τον φόβο του Θεού δηλαδή, που εμφανίζεται ως «ένα ένστικτον των ευσεβών του χρόνων» κάνει το σημείον του σταυρού, αυτό που η Εκκλησία του έχει διδάξει «ως όπλο κατά των δαιμόνων», (3) και αμέσως ως εκ θαύματος οι «μορφαίς αφανισθήκαν, η δόξαις χάθηκαν-σβήσαν τα φώτα………και οι Έλληνες εκρυφοκοιταχθήκαν». Φυσικά εδώ ο Καβάφης μόνο ουδέτερος παρατηρητής και αφηγητής δεν είναι. Με την λεπτή του ποιητική ειρωνεία για το όλο δράμα της μύησης του αποστάτη αυτοκράτορα, συνεχίζει την πολεμική τακτική του αγίου Γρηγορίου Ναζιανζηνού και του εκκλησιαστικού ιστορικού Σωζομενού, μόνο πού δείχνει λίγο περισσότερη ανοχή στην αρχαία εθνική θρησκεία που εξάλλου στην εποχή του είχε πεθάνει. Έτσι εκφράζει την ειρωνική έναντι των χριστιανών διάθεση των Ελλήνων ιεροφαντών λέγοντας: «Ντροπή, ντροπή! να λες αυτά τα πράγματα, στους Έλληνας ημάς τους σοφιστάς και φιλοσόφους! Τέτοια, (περί του φόβου των αρχαίων θεών μπρος στο σχήμα του Σταυρού, γεγονός που υπονοούσε καθαρά την δαιμονική τους φύση), σαν θες εις τον Νικομηδείας και τους παπάδες του να πας να λες.» Τελικά ο αυτοκράτορας μεταπείθεται «με των Ελλήνων τα άθεα τα λόγια» που υποστηρίζουν ότι η εξαφάνιση των θεών δεν έγινε από φόβο μπροστά στο σχήμα του σταυρού αλλά από «βδελυγμόν» μιας και «συχάθηκεν η ευγενής των φύσις και φύγανε και τον περιφρονήσαν» (4) και η μύηση του γίνεται κανονικά έστω και με μια διακοπή. Οι ιεροφάντες φρόντισαν να του δώσουν πρακτικές πληροφορίες για τον Άδη, τα εμπόδια και τα τέρατα που θα συναντούσε καθώς και πληροφορίες για την τοπογραφία των Ηλυσίων Πεδίων και να του μάθουν να απαγγέλλει τους ύμνους που θα τον προφύλαγαν από τους κινδύνους και θα του άνοιγαν τις πόρτες των Ηλυσίων. Κατόπιν οδηγούμενος από τον ιεροφάντη και τον δαδούχο πήγαιναν στην αίθουσα της μύησης όπου συνήθως υπήρχε μικρογραφία με λεπτομέρεια του Κάτω Κόσμου. Έπειτα του αποκάλυψαν τα διάφορα ιερά αντικείμενα και όταν η τελετή τελείωσε και ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας ήταν πλέον τελεσθείς ή τετελεσμένος είχε ανταλλάξει το χριστιανικό του βάπτισμα με την μυητική εμπειρία θεογνωσίας των μυστηρίων και έκτοτε κάθε φορά που άγγιζε λόγω των υψηλών του καθηκόντων τον ευχαριστιακό άρτο της θείας λειτουργίας καθάριζε τα χέρια του με μέλι, ουσία που σύμφωνα με την μιθραϊκή μυστηριακή λατρεία είχε καθαρτική δύναμη. Τι οδήγησε όμως τον αυτοκράτορα να επιδιώξει την μύηση και κατ’ επέκταση την γνώση και την συμμετοχή στα αρχαία μυστήρια της θρησκευτικά συγκριτιστικής ελληνιστικής και κατόπιν ρωμαϊκής εποχής πηγαίνοντας ενάντια στις επιταγές των καιρών που απαιτούσαν από αυτόν να είναι ή τουλάχιστον να δείχνει «χριστιανικότατος»;



Ως ανιψιός του Μ. Κωνσταντίνου και επίδοξος διάδοχος του θρόνου ο Ιουλιανός έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τα μίση και τις ίντριγκες της βασιλικής αυλής ενώ δύο μήνες μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα θείου του είδε σε μια νύχτα να δολοφονούνται έντεκα συγγενείς του από τους Λεγεωνάριους του εξαδέλφου του Κωνστάντιου ο οποίος μόλις είχε αναρριχηθεί στον θρόνο και ξεκαθάριζε το παλάτι από επίδοξους μνηστήρες της αυτοκρατορικής εξουσίας. Από την βραδιά της τρομερής εκείνης σφαγής στο ανάκτορο της βασιλεύουσας στην καρδιά του νεαρού Ιουλιανού πέρασε ένας φόβος που τον συνόδεύε για όλη του την ζωή. Ολόκληρες νύχτες έμενε άγρυπνος και έτρεμε ένα κάποια στιγμή άκουγε βήματα στους διαδρόμους. Ο ίδιος και ο αδελφός του μόλις που γλύτωσαν με την παρέμβαση του Ευσεβίου επισκόπου Καισαρείας της Νικομηδείας, και φημισμένου εκκλησιαστικού ιστορικού. Παρά το ότι όφειλε την ζωή του σε εκείνον, τόση ήταν η απέχθεια του προς κάθε τι το χριστιανικό που σε κανένα από τα σωζόμενα έργα του δεν αναφέρει έστω και μια φορά το όνομα του Ευσεβίου. Δάσκαλος του στα πρώιμα παιδικά του χρόνια υπήρξε ο Μαρδόνιος, ένας ελληνιστής ευνούχος από την Θράκη που μαζί με τα έπη του Ομήρου του δίδαξε και τον θαυμασμό στην αρχαία θρησκεία των Ελλήνων. Παράλληλα με τον Μαρδόνιο την θεολογική του μόρφωση ανέλαβε και κάποιος μοναχός Ευτρόπιος ο οποίος ήταν τόσο φανατικός αρειανός που μισούσε περισσότερο τον Μ. Αθανάσιο από τον εθνικό Σωκράτη. Ο επίσκοπος Καισαρείας της Νικομηδείας Ευσέβιος ωστόσο φρόντισε να μεγαλώσει τα δύο ορφανά κοντά του κρατώντας τα κοντά του έως τον θάνατο του το έτος 342 μ. Χ. Ο Ιουλιανός ήταν τότε μόλις έντεκα ετών ενώ ο αδελφός του δεκαέξι.

Κατόπιν τα δύο αδέλφια κλείστηκαν στο φρούριο Μάκελλο της Καππαδοκίας υπό την επίβλεψη κάποιου επισκόπου Γεωργίου του οποίου η πλούσια βιβλιοθήκη ήταν η μόνη ψυχαγωγία του Ιουλιανού σε αυτόν τον τόπο. Τον έθελγε κυρίως ο φιλοσοφικός λόγος του Πλάτωνος ωστόσο πολλές φορές βυθιζόταν στα μυστικιστικά έργα του αλεξανδρινού θεουργού Ιαμβλίχου όπως το «Μυστήρια της Αιγύπτου» που τον απομάκρυνε από τον Χριστιανισμό καθώς και το «Περί Θεών» στο οποίο ο φιλόσοφος διαμόρφωνε μια ηλιολατρία. Μόλις όμως ερχόταν κάποιος να τον δει ο Ιουλιανός έπαιρνε αμέσως την Παλαιά Διαθήκη προσποιούμενος πως μελετά την ιστορία των επαναστατών Μακκαβαίων. Τότε ήταν που ο κατοπινός αυτοκράτορας, έχοντας πλέον κλίνει σταθερά υπέρ της εθνικής θρησκείας, άρχισε να προσποιείται διαστρέφοντας τον ευθύ χαρακτήρα του και υποκρινόμενος τον χριστιανό και να συχνάζει σε όλες τις ακολουθίες που τελούσε ο γέροντας επίσκοπος στο ναό της κοντινής στο φρούριο μονής του αγίου Μερκουρίου. Είχε γίνει διπρόσωπος, χριστιανός από ανάγκη και εθνικός από έρωτα. Θέλοντας μάλιστα να παραπλανήσει τους πάντες για να αποσείσει από επάνω του την ετικέτα του παγανιστή δεν δίσταζε να εκτελεί χρέη αναγνώστη στις ακολουθίες και όλοι να θαυμάζουν το ταλέντο του και την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό. Για τον ίδιο όμως η εκκλησία συνδεόταν με την δολοφονία του πατέρα του και τους διωγμούς του από τον μονοφυσίτη αυτοκράτορα Κωνστάντιο. Στην ψυχή του είχε ταυτίσει τον χριστιανισμό με όσους τον κατέτρεχαν, με αποτέλεσμα να τον αποστραφεί.



Όσο όμως και εάν έπειθε τους ανθρώπους για τη δήθεν χριστιανική ευσέβειά του, τα θεϊκά σημάδια αποκάλυπταν την αλήθεια. Όταν μαζί με τον αδελφό του αποφάσισαν να ευπρεπίσουν το θαυματουργό μνήμα του Αγίου Μάμαντος, που βρισκόταν σε εκείνη την περιοχή, με δικές τους οικονομίες και προσωπική εργασία ως ένδειξη πίστης και σεβασμού, το μέρος που ανοικοδόμησε το μνημείο ο αδελφός του έμεινε στέρεο, ενώ το μέρος που έφτιαξε ο Ιουλιανός ράγισε και χάλασε, θυμίζοντας σε πολλούς την βιβλική ιστορία με τη θυσία του Κάιν και του Άβελ. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός το θεώρησε ως θεϊκή αποκάλυψη της κακοπιστίας του Ιουλιανού.



Όταν αργότερα βρέθηκε σχεδόν εξόριστος στην Νικομήδεια, επιδίωξε και έγινε μαθητής του εθνικού φιλοσόφου Λιβανίου, ο οποίος ήταν τόσο φημισμένος που αποκαλείτο «ο βασιλιάς των Ρητόρων». Εκείνος βλέποντας τις ικανότητες καθώς και την καταγωγή του, κατάλαβε πως ο Ιουλιανός ήταν η τελευταία ελπίδα της ειδωλολατρίας και έτσι τον μύησε στα ορφικά και στα ελευσίνια μυστήρια, εισάγοντας τον στη μαγεία του μυστικισμού. Επίσης γεμάτος πάντοτε θαυμασμό για τον Ιάμβλιχο και την διδασκαλία του ταξίδεψε έως την Πέργαμο προκειμένου να συναντήσει τον φιλόσοφο Αιδέσιο, τον μόνο εν ζωή ακόμα τότε μαθητή του περιωνύμου φιλοσόφου. Ο Αιδέσιος ήταν τότε σε βαθύ γήρας, 93 ετών και είχε πάψει λόγω ηλικίας να διδάσκει αλλά και να ιερουργεί και ζούσε πλέον αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Ωστόσο δέχθηκε φιλόφρονα τον νεαρό Ιουλιανό, στον οποίο σύστησε τρεις μαθητές του, τον Εφέσιο Μάξιμο, φημισμένο θεουργό, τον Ηπειρώτη νεοπλατωνικό Πρίσκο που λόγω του ότι ήταν πολύ λιγομίλητος τον ονόμαζαν «σιωπηλό» και τον Ευσέβιο της Λύνδου, μαζί με τον οποίον αργότερα ο Ιουλιανός κατασκεύασε και διαμόρφωσε ουσιαστικά τον Νεοπλατωνισμό του 4ου αιώνα, με σκοπό να ανακόψει την ορμή του Χριστιανισμού. Επίσης, ο γέροντας φιλόσοφος του πρόσφερε και τον βιβλίο «Συναγωγή Πυθαγορείων Δογμάτων», στο οποίο ο Ιάμβλιχος έπλεκε τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα σε ένα ενιαίο μεταφυσικό σύστημα όπου ο αριθμός έπαιρνε παγκόσμια σημασία ως ψυχή του κόσμου. Στην Πέργαμο ο Ιουλιανός συνάντησε και τον χριστιανό επίσκοπο Ιλίου Πήγασο ο οποίος, όπως έκπληκτος ανακάλυψε, ήταν κρυφός οπαδός της εθνικής λατρείας. Όταν αργότερα έγινε αυτοκράτορας, έκανε τον πρώην χριστιανό επίσκοπο εθνικό αρχιερέα της Δυτικής Μ. Ασίας.



Μη αρκούμενος ωστόσο στην πολύ φιλοσοφική και θεωρητική διδασκαλία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να μεθέξει της θεότητας μέσα από τον φιλοσοφικό στοχασμό και την έκσταση, και θέλοντας να γνωρίσει την μέθεξη μέσω των μυστηρίων τα οποία δίδασκε ο Ιάμβλιχος, ο εικοσάχρονος Ιουλιανός εγκατέλειψε τελικά απογοητευμένος τον Ευσέβιο της Λύνδου και πήγε στην Έφεσο, προκειμένου να μαθητεύσει δίπλα στον Μάξιμο ο οποίος μέσα από τα μυστήρια των Χαλδαίων οδηγούσε τους οπαδούς του στην εποπτεία.



Η συνάντηση του με τον Μάξιμο στάθηκε μοιραία. Ο θεουργός της Εφέσου μαντεύοντας τους μύχιους πόθους του νεαρού πρίγκιπα, τον εισήγαγε αμέσως στα μυστήρια των Χαλδαίων, τα οποία τελούσε υποσχόμενος να τον φέρει σε επαφή με την «Μεγάλη Θεά» την Εκάτη, «η οποία και θα του αποκάλυπτε τον εσώτατο ρυθμό του κόσμου». Βασική διδασκαλία του Μάξιμου αποτελούσε η περί παγκόσμιας συμπάθειας θεωρία, η οποία εκδηλώνεται σε υπέργειους και απόκρυφους κύκλους όπως οι ηλιακοί. Σύμφωνα με αυτήν κάθε ζωντανό πλάσμα αλλά και κάθε πράγμα του κόσμου έχει μέσα του μια ουράνια σπίθα, η οποία το φέρνει σε μια άμεση μαγική επαφή με τον ήλιο. Κατά τα λεγόμενα μάλιστα του Μαξίμου τα αγάλματα των θεών εμποτίζονταν με τον καιρό μέσω της λατρείας και των μυστηριακών τελετών με απορροές της θεϊκής ουσίας, με αποτέλεσμα να μπορούν να θαυματουργούν.



Μύηση στα μυστήρια της Κυβέλη ς



Μετά από λίγο καιρό «κατήχησης» ακολούθησε η μύηση του Ιουλιανού, η πρώτη του μύηση, στα μυστήρια της Κυβέλης από τον Μάξιμο με σκοπό να απαλλαγούν τα μάτια του από το σκοτεινό πέπλο που κάλυπτε τους αμύητους και έτσι να μπορέσει να δει την αλήθεια. Η μύηση έγινε σε έναν ειδικά διαμορφωμένο υπόγειο χώρο όπου ηχούσαν παράφορα σείστρα και τύμπανα κατά την είσοδο του μυουμένου και μια βαριά μυρωδιά από πυκνούς καπνούς θόλωνε ταυτόχρονα την διάνοια του. Κατόπιν, τον θόρυβο των σείστρων διαδεχόταν μια απαλή μελωδία την οποία κάλυπτε συχνά η φωνή του Μάξιμου που απήγγειλε μονότονα κάποιους ύμνους σε μια άγνωστη γλώσσα. Τότε μέσα σε ένα φως σε σχήμα συντριβανιού εμφανίζονταν κάποιες κινούμενες σκιές και κατόπιν γίνονταν ζωντανά είδωλα, που έγνεφαν αγριεμένα προς τον μυούμενο. Ήταν οι δαίμονες που προπορεύονταν της Εκάτης όπως έλεγε ο Μάξιμος. Στη συνέχεια ο μυούμενος περνούσε στην επόμενη αίθουσα, όπου έλαμπε ο ολόχρυσος ρόμβος της Εκάτης, ο οποίος έκρυβε μέσα του ένα μαγικό ζαφείρι ικανό να φέρει βροχή. Ο ρόμβος άρχισε να περιστρέφεται πολύ γρήγορα και την κίνηση του ακολουθούσαν βροντές και κρότοι ώσπου στο τέλος εμφανίστηκε η Κυβέλη, η τρίμορφη θεά των νεκρών και του κάτω κόσμου έχοντας αντί για μαλλιά φίδια που σάλευαν και κατόπιν μετασχηματίζονταν σε φλόγες. Φάνηκε να απλώνει το χέρι της προς το πρόσωπο του Ιουλιανού προφέροντας διάφορα ακατανόητα λόγια και μετά εξαφανίστηκε και την παρουσία της διαδέχτηκαν μουγκρητά αγριμιών που σύμφωνα με τον Μάξιμο πάντα, τη συνόδευαν και μηνούσαν την απομάκρυνση της. Ο Ιουλιανός παρακολούθησε ενεός τα γεγονότα. Τέλος εξουθενωμένος μόλις βγήκε από την αίθουσα της μύησης έσπευσε να ρωτήσει τι του είπε η θεά αφού ήταν πεπεισμένος ότι την είχε δει στην πραγματικότητα. Ο Μάξιμος του απάντησε πως είπε ότι ήταν γιος του ήλιου και μια μέρα θα αντίκριζε τον αθάνατο προγονό του.



Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η λατρεία του ήλιου αποτελεί εκδήλωση της ψυχής του ανθρώπου από τα πρωτόγονα ακόμα χρόνια μια και ο ήλιος σήμαινε την επιστροφή του φωτός και της ζωής και τη λύτρωση από τους φόβους της νύχτας. Ο ήλιος παρουσιάζεται στη θρησκεία της αρχαίας Αιγύπτου ως θεότητα και ως δημιουργός του σύμπαντος στις Βέδες, τα ιερά βιβλία των Ινδών, και στην Αβέστα της Περσίας. Στην Ελλάδα ο Ίωνες φιλόσοφοι όπως ο Θαλής είχαν καταρρίψει τη βάση της θεοποίησης του ήλιου, έχοντας αποδείξει πως με το να ανατέλλει και να δύει μια ορισμένη ώρα ακολουθούσε απαραβίαστη νομοτέλεια κάποιου Δημιουργού, άρα ήταν κοινότατο άστρο. Ως κοινό πλην φλεγόμενο άστρο τον αναφέρει και ο Αριστοτέλης. Τελευταίος που επιχείρησε να επιβάλλει την ηλιολατρεία ήταν ο αυτοκράτορας Γαλέριος το 307 μ.Χ. Επίσης, η θρησκεία του Μιθραϊσμού που γνώρισε μεγάλη διάδοση στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και υπήρξε για αρκετό καιρό το αντίπαλο δέος του Χριστιανισμού ήταν ηλιολατρική.



Η θεουργία είχε γίνει την περίοδο των ελληνιστικών αλλά και των ρωμαϊκών κυρίως χρόνων το καταφύγιο της απελπισμένης διανόησης των ελληνικών φιλοσοφικών σχολών που μετά από εννέα αιώνες ορθού φιλοσοφικού λόγου είχαν αποτύχει σε μια γενικευμένη θεουργική ένωση με το θείο και βλέποντας την συνεχή επικράτηση του χριστιανισμού, στράφηκαν πλέον προς την μαγεία της θεουργικής αβύσσου παρά της όποιες προειδοποιήσεις κάποιων νεοπλατωνικών όπως για παράδειγμα ο Ευσέβιος από την Λύνδο της Καρίας που καλούσε τον Ιουλιανό να απομακρυνθεί από τον θεουργό Μάξιμο, τον θεατρικόν εκείνον θαυματοποιόν. Η μύηση του Ιουλιανού από τον Μάξιμο στα μυστήρια των Χαλδαίων μάγων έγινε σε πείσμα των φίλων του και κρατήθηκε για πολλά χρόνια μυστική, αφού ήταν ικανή να τον καταστρέψει εάν γινόταν γνωστή τότε στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης.



Σπουδές στην Αθήνα και μύηση στα Ελευσίνια



Στα είκοσι τρία του χρόνια ο Ιουλιανός πήγε για σπουδές στην Αθήνα με την άδεια της αυγούστας Ευσεβείας. Εκεί στη σχολή του φιλοσόφου Προαιρέσου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους δύο μεγάλους αγίους πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας Γρηγόριο τον Θεολόγο και Βασίλειο τον Μέγα, που οι συμφοιτητές του από σεβασμό αποκαλούσαν «Καθηγεμόνα των φοιτητών».



Ευρισκόμενος ο Ιουλιανός στην Αθήνα αποφάσισε να μυηθεί στα ελευσίνια μυστήρια, παραθεωρόντας τον κίνδυνο που ελλόχευε εάν η μύηση του γινόταν γνωστή στη Βασιλεύουσα. Ήρθε λοιπόν σε επαφή με τον μεγάλο Ιεροφάντη της Ελευσίνας, τον Νεστόριο, και μετά τη νηστεία και τα καθαρτικά λουτρά στο Φάληρο πήγε στην Ελευσίνα, ακολουθώντας μαζί με τους άλλους πιστούς το ξόανο του γιου της Δήμητρας Ίακχου, που θεωρείτο ενδιάμεσος θεάς και ανθρώπων. Η πομπή ξεκινούσε από την Αθήνα την ημερομηνία της παραμονής της ναυμαχίας της; Σαλαμίνας, γιατί τότε ο εξόριστος βασιλιάς της Σπάρτης Δημάρατος είδε στην Ελευσίνα όραμα που πριόνιζε την νίκη των Ελλήνων στην ναυμαχία και άκουσε μια κραυγή από τον ουρανό που επαναλάμβανε την λέξη Ίακχος. Φτάνοντας στην Ελευσίνα και τελώντας τα καθιερωμένα γύρω από το Τελεστήριο, την «Ιερά Συκή» και το «Καλλίχορον φρέαρ» εισήλθαν στον ναό βγάζοντας τα σανδάλια τους και σκεπάζοντας τα κεφάλια τους με μαύρα πανιά, ενώ ζωντανά φίδια τυλίγονταν γύρω από τον λαιμό τους. Μετά οδηγήθηκαν στη μεγάλη αίθουσα όπου κατηχήθηκαν με τη φράση «Γνώθι σ’αυτόν» η οποία κυριαρχούσε σε αυτά τα μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης και η οποία σήμαινε ότι η αλήθεια δεν προσφέρεται έτοιμη αλλά πρέπει να την ανακαλύψει καθένας μόνος του μέσα του. Κατόπιν ακολούθησαν αναπαραστάσεις από την κόλαση και την φρίκη του Άδη που γεννούσαν δέος στις ψυχές των μυουμένων. Την άλλη ημέρα έπιναν τον κυκεώνα που αποτελείτο από κριθάρι, τυρί, κρασί και μέλι ανακατεμένα. Αυτή ήταν κατά κάποιο τρόπο η «μετάληψη» των Ελευσίνιων μυστηρίων που εξασφάλιζε στους μυουμένους τη μέλλουσα ευτυχία στα Ηλύσια Πεδία. Την τελευταία ημέρα παρουσιαζόταν λαμπροντυμένος ο ευμολπίδης μέγας Ιεροφάντης που, αφού απομάκρυνε τους αμύητους και ακάθαρτους, φανέρωνε στους μύστες το μεγάλο μυστικό των μυστηρίων ορκίζοντάς τους ότι δε θα αποκαλύψουν στους «βέβηλους τα μυστήρια των θεαινών της Ελευσίνας». Το μυστήριο συνίστατο στο στάχυ που παρουσιαζόταν τελετουργικά στους μύστες από τον ιεροφάντη που πρόφερε τελετουργικά κάποιους ορφικούς ύμνους. Η επίδειξη του σταχυού είχε το νόημα του θανάτου και της επαναγέννησης και όσον αφορά τον άνθρωπο το πέρασμα στην αθανασία μέσα από τον θάνατο.



Ο ευμολπίδης ιεροφάντης Νεστόριος του οποίου το θρακικό ιερατικό γένος υπηρετούσε στην Ελευσίνα τα επίσης θρακικής προέλευσης μυστήρια της Δήμητρος και της Κόρης πάνω από 1200 χρόνια, κράτησε κοντά του τον νεαρό αυτοκρατορικό πρίγκιπα πάνω από μια εβδομάδα κατηχώντας τον στην σοφία και την διδασκαλία των μυστηρίων που τελούσε. Έκανε μάλιστα τόση εντύπωση στον Ιουλιανό που για καιρό λησμόνησε τον Μάξιμο και τις διδαχές του.



Κατόπιν βρέθηκε με εντολή του αυτοκράτορα Κωνστάντιου να πολεμά νικηφόρα τους Γερμανούς στη Γαλατία και να επαναφέρει την αυτοκρατορική εξουσία στην Δύση. Αυτήν την περίοδο ήταν σχεδόν εντελώς αποκομμένος από την επιρροή του Μαξίμου, ωστόσο διατηρούσε γύρω του ομάδες Ελλήνων, Ετρούσκων και Χαλδαίων αστρολόγων που τον συμβούλευαν ερμηνεύοντας τους οιωνούς. Καθώς μια μέρα διάβαινε σε επίσημη παρέλαση έφιππος κάτω από την τιμητική αψίδα κόπηκε μια κουλούρα δάφνη και πέφτοντας στο κεφάλι του τον στεφάνωσε. Το γεγονός θεωρήθηκε καλός οιωνός για το μέλλον του τόσο από τον ίδιον όσο και από τις λεγεώνες που τον ζητωκραύγασαν. Μια τυφλή γαλάτισσα γριά αφού του φίλησε το χέρι μάντεψε ότι αυτός θα ήταν ο βασιλιάς που θα έφερνε πίσω τους θεούς που προσκυνούσαν παλιά. Το γεγονός αυτό τον εντυπωσίασε επίσης, αφού ο ίδιος δεν φανέρωνε ανοιχτά τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.



Την εποχή που υπηρετούσε στην Γαλατία διοίκησε με σωφροσύνη λαό και στρατό με αποτέλεσμα να τον ζηλεύουν οι στρατηγοί επειδή τον λάτρευαν οι λεγεώνες. Τελικά οι λεγεώνες τον ανακήρυξαν δια βοής αυτοκράτορα αλλά ο Ιουλιανός δίσταζε να δεχθεί, μέχρι που του αποκαλύφθηκε σε όραμα το πνεύμα της Αυτοκρατορίας προτρέποντας τον να δεχθεί τον θρόνο και απειλώντας τον με εγκατάλειψη στην αντίθετη περίπτωση. Έτσι ο Ιουλιανός αποδέχθηκε το έτος 361 μ.Χ. την απόφαση των λεγεώνων και κατέλαβε σχεδόν αναίμακτα τον θρόνο αφού στην επιθανάτιο κλίνη του ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος ευρισκόμενος προ τετελεσμένων γεγονότων τον έχρισε διάδοχο του μετά μάλιστα από έντονη πίεση που του άσκησε προς αυτή την κατεύθυνση ο γέροντας ορθόδοξος πνευματικός του. Ένας χριστιανός ιερέας άνοιξε λοιπόν το δρόμο για τον θρόνο στον τελευταίο εθνικό αυτοκράτορα. Το παράδοξο αυτό γεγονός εξηγείται εάν λάβουμε υπόψη ότι αφ’ ενός ο Ιουλιανός ήταν δίκαιος κυβερνήτης και αντίμαχος του αρειανισμού- είναι γεγονός ότι μόλις πήρε την εξουσία επανέφερε τον άγιο Αθανάσιο από την εξορία στον πατριαρχικό θρόνο Αλεξανδρείας, για να τον ξαναδιώξει βέβαια αργότερα- και αφ’ ετέρου ότι ο Ιουλιανός μέχρι τότε έκρυβε επιμελώς την πλήρη μεταστροφή του στην εθνική θρησκεία. Τα Θεοφάνια μάλιστα του έτους 362 λειτουργήθηκε με κάθε επισημότητα στην μητρόπολη διαλύοντας κάθε υποψία για το πρόσωπο του.





Ωστόσο το ίδιο έτος με μια πονηρή κίνηση που δεν άρμοζε ούτε στο χαρακτήρα ούτε στο υψηλό του αξίωμα, θέλοντας να υποβαθμίσει τον χριστιανισμό στα μάτια του πλήθους έφερε σε δημόσια αντιπαράθεση ορθοδόξους και αρειανούς με αποτέλεσμα τα πνεύματα να εξαρθούν σε τέτοιο βαθμό που σε ώρα λειτουργίας στην Βασιλική της Ρώμης συνεπλάκησαν οι πιστοί μεταξύ τους τόσο άγρια που έπεσαν σαράντα νεκροί και εξακόσιοι τραυματίες. Γρήγορα όμως οι χριστιανοί αντελήφθησαν το τέχνασμα του αυτοκράτορα και ομονόησαν εμπρός στον κοινό κίνδυνο. Έκτοτε ο Ιουλιανός έγινε ο νέος αντίπαλος της Εκκλησίας αποκλήθηκε «Παραβάτης» και «Αποστάτης» και η πορεία του προδιαγράφηκε.



Πρώτη μέριμνα πλέον του νέου αυτοκράτορα ήταν η αποκατάσταση της εθνικής θρησκείας. Βασιζόμενος στο πρότυπο της Εκκλησίας, μάλιστα, βάλθηκε να οργανώσει μια ειδωλολατρική εκκλησία η οποία όμως ακριβώς για αυτόν τον λόγο ήταν ένα υβρίδιο χωρίς μέλλον. Αφού επιδίωξε να φτιάξει ένα ιερό κείμενο παρόμοιο με τη Βίβλο και να οργανώσει και ένα ιερατείο που θα το κήρυττε και θα το ερμήνευε, σχημάτισε και μια «Τριάδα» αποτελούμενη από τον Μεγάλο Δημιουργό που ενσάρκωνε την απόλυτη αλήθεια, το «Ένα» του Πυθαγόρα και τον Λόγο. Λησμόνησε όμως ότι οι θρησκείες δε γίνονται στα γραφεία και ούτε κηρύσσονται από γραφιάδες η δασκάλους αλλά από άνδρες που έχουν συναίσθηση της μεταφυσικής αποστολής τους και με τον φλογερό λόγο τους μαγνητίζουν τα πλήθη και τα κατακτούν στο όνομα αυτού που κηρύσσουν.



Θέλοντας ο ίδιος να δώσει το παράδειγμα της επιστροφής στην εθνική θρησκεία, θυσίαζε μόνος του ζώα το πρωί στον Ήλιο και το βράδυ στην Κυβέλη και στις θεότητες της νύχτας και κατόπιν εξέταζε τα σπλάχνα τους για οιωνούς. Τόσο τον είχε συνεπάρει μάλιστα η θυσιαστική τελετουργία, που έλεγε ότι μόλις φορούσε τα θυσιαστικά ενδύματα και στεφανωνόταν την ιερατική ταινία τον κατελάμβανε δέος γιατί ένιωθε τους θεούς να τον πλησιάζουν. Στην ύπαιθρο τα νέα καμώματα του αυτοκράτορα δε φάνηκαν πολύ παράξενα μιας και πολλές φορές οι συντηρητικοί χωριάτες μαζί με τα χριστιανικά τελετουργικά τηρούσαν και τα παγανιστικά έθιμα χτυπώντας τύμπανα, χορεύοντας και ψάλλοντας ύμνους στην Αφροδίτη στους γάμους ή βάζοντας στο στόμα του νεκρού τον οβολό για τα πορθμεία και καλώντας μοιρολογίστρες στις κηδείες για παράδειγμα. Επίσης, πολλές φορές αρνούνταν να βαφτιστούν, μήπως από εκδίκηση η θεά Δήμητρα τους χαλούσε την σοδειά. Εξάλλου μέχρι τότε ότι θεομηνία γινόταν τη φόρτωναν στους χριστιανούς ζητώντας την κεφαλή τους επί πινάκι.



Κατά τον ίδιο τρόπο ζήτησαν και την κεφαλή των χριστιανών πολλοί σύμβουλοι του Ιουλιανού μεταξύ των οποίων και ο θεουργός Μάξιμος τον οποίον αμέσως μετά την ανάρρηση του στον θρόνο είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι σποραδικά στην αυτοκρατορία άρχισαν εκ νέου διωγμοί κατά των χριστιανών και ένας από τους βασανισθέντες χριστιανούς ήταν ο επίσκοπος Αρέθουσας της Παλαιστίνης Μάρκος, ο οποίος ως διάκονος είχε σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα, κρύβοντας τον την νύχτα που με διαταγή του αυτοκράτορα Κωνσταντίου δολοφονήθηκαν όλοι του οι συγγενείς. Πολλές φορές μάλιστα οι διωγμοί πήραν τέτοια βιαιότητα, όπως στα Βόστρα για παράδειγμα, ώστε αναγκάστηκε ο ίδιος να στείλει διαταγή «για να μην αδικούν τους Γαλιλαίους, ούτε να τους επιτίθενται, ούτε να τους υβρίζουν».



Μύηση στο μιθραϊκό ταυροβόλιο



Άλλο τρόπο που εφάρμοσε για να καταπολεμήσει τον Χριστιανισμό ήταν η ενίσχυση της περσικής καταγωγής Μιθραϊκής λατρείας, που επί αιώνες υπήρξε το αντίπαλο δέος του χριστιανισμού στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Όπως πάντοτε και αυτή την φορά ο Αυτοκράτορας πρώτος έδειξε τον δρόμο που καλούσε τους υπηκόους του να ακολουθήσουν μυούμενος στα μιθραϊκά μυστήρια. Αυτή ήταν η τελευταία μύηση του εθνικού αυτοκράτορα. Έγινε ημέρα Κυριακή και σε αυτή τη μύηση ο πανίσχυρος πλέον Ιουλιανός αρνήθηκε φανερά πια το χριστιανικό βάπτισμα που είχε λάβει τελώντας την αντίστοιχη μιθραϊκή τελετή, δηλαδή το «ταυροβόλιο». Σύμφωνα με τη μιθραϊκή διδασκαλία όλα προήλθαν στην αρχή του κόσμου από τον μυθικό ταύρο, ο οποίος θυσιάστηκε από τον Μίθρα για να δώσει ζωή στη δημιουργία. Έτσι και οι μυούμενοι στα μυστήρια του εμβαπτίζονταν, στην κυριολεξία περιχύνονταν, με το αίμα του θυσιασμένου ταύρου. Οι μυούμενοι, όπως και ο Ιουλιανός στην συγκεκριμένη περίπτωση, φορούσαν ένα κίτρινο μεταξωτό ένδυμα και ένα χρυσό στεφάνι στο κεφάλι και κατόπιν έμπαιναν σε έναν λάκκο, ο οποίος ήταν σκεπασμένος με δοκάρια που ήταν τοποθετημένα με μια μικρή απόσταση μεταξύ τους. Ο ταύρος της θυσίας οδηγείτο πάνω στα δοκάρια όπου ο μύστης τον θυσίαζε με τελετουργικό τρόπο κόβοντας του τον λαιμό ώστε να χυθεί όλο του το αίμα πάνω στα δοκάρια και στην συνεχεία να περιλούσει τον μυούμενο που βρισκόταν από κάτω γεμίζοντας μάλιστα μέχρι ενός σημείου τον λάκκο με αίμα. Μετά από αυτό το βάπτισμα του αίματος ο μυούμενος θεωρείτο ιερός και έτσι και σε αυτήν την περίσταση ο Ιουλιανός προσκυνήθηκε ως θεϊκός άνδρας από τους παριστάμενους μόλις βγήκε από τον λάκκο κατακόκκινος από τα αίματα του ταύρου και απάισιος στην όψη για φυσιολογικές συνθήκες.



Μετά από αυτή του τη μύηση ρώτησε για το τι έπρεπε να κάνει σχετικά με την αναβίωση της αρχαίας θρησκείας το ερειπωμένο πλέον μαντείο των Δελφών από οπού και πήρε την περίφημη απάντηση, «Είπατε τω Βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι φοίβος έχει καλύβαν, ού μάντιδα δάφνην, ού παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο γαρ και λάλον ύδωρ», φράση που ταίριαζε να μπει ως επίγραμμα στην αλλοτινή δόξα του μεγάλου μαντείου. Όμως, ούτε ο ξεκάθαρος χρησμός του μαντείου, ούτε η απόρριψη του μεγάλου θεουργού Απολλωνίου Τυανέως, ούτε τόσα άλλα γεγονότα που δεν ευνοούσαν την προσπάθεια του κατάφεραν να πείσουν τον αυτοκράτορα να αναθεωρήσει τη στάση του έναντι της εκκλησίας. Η σφαγή της οικογενείας του από τον Κωνστάντιο και ο συνεχής φόβος τη δολοφονίας που τον κατέτρεχε στην παιδική και νεανική του ηλικία άνοιξαν ένα αδιαπέραστο χάσμα ανάμεσα σε αυτόν και τον Χριστό. Έχοντας συγχύσει τα πράγματα ταύτιζε το πρόσωπο και τη διδασκαλία του Χριστού με τους χριστιανούς που τον είχαν καταδιώξει στην παιδική του ηλικία.



Ο Μάξιμος επιπλέον τον παρέσυρε προς τον ασιατικό μυστικισμό και τον ωθούσε σε ενέργειες που όξυναν τις σχέσεις του με την εκκλησία όπως όταν τον συμβούλευσε να απομακρύνει από την Αντιόχεια τον τάφο του ιερομάρτυρα επισκόπου Βαβύλα, του οποίου το λείψανο θαυματουργούσε και προσέλκυε πλήθη προσκυνητών από παντού, με την πρόφαση ότι εμπόδιζε με την παρουσία του το μαντείο του Απόλλωνα να δώσει χρησμούς. Την άλλη μέρα ο ναός του Απόλλωνα τυλίχτηκε στις φλόγες και πολλοί κατηγόρησαν τους χριστιανούς, χωρίς όμως να αποδειχτεί τίποτα. Σίγουρα όμως ο πολιός χριστιανός επίσκοπος Μάρης έστησε εμπρός του θαρραλέα τα εκατό του χρόνια και τον αναθεμάτισε καθώς ξεκινούσε για την εκστρατεία εναντίον του πέρση βασιλιά Σαπώρ. Οι χριστιανοί διωκόμενοι και απογοητευμένοι άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν στις δημόσιες παρουσίες του. Γρήγορα το πλήθος άρχισε να τον απορρίπτει και εκείνος κατέφυγε πλέον ολοκληρωτικά στον θεουργό Μάξιμο, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να αμφιβάλλει και ο ίδιος για τη δυνατότητα αναγέννησης της ειδωλολατρίας. Έτσι στράφηκε προς τους Εβραίους, που βρίσκονταν σε μόνιμη αντιπαλότητα με τους χριστιανούς και τους ενίσχυσε, αρχίζοντας μάλιστα να χτίζει με δικά του χρήματα τον ναό του Σολόμωντος. Μόνο που ένας σεισμός που εκδηλώθηκε στα παράλια της Φοινίκης κατέστρεψε ότι είχαν χτίσει εκ βάθρων σκοτώνοντας και τους εργάτες, ενώ φήμες έλεγαν ότι από τα σπλάχνα της γης ξεπετάχτηκε φωτιά καίγοντας πολλούς από τους οικοδομούντες τον Ναό. Οι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες είχαν προείδει ότι η Ιερουσαλήμ θα γίνει αμπελώνας και στον Ναό δε θα έμενε λίθος επί λίθου, και η προφητεία τους δεν μπορούσε παρά να επαληθευθεί. Σύμφωνα με τους αστρολόγους που ο ίδιος ο Ιουλιανός συνεχώς συμβουλευόταν, ο κόσμος είχε μπει πλέον στον αστερισμό του Ιχθύος και ο χρόνος δεν είχε πια υπομονή, ο αυτοκράτορας είχε χάσει τη μάχη. Ο Χριστιανισμός θριάμβευσε. Εξάλλου η φιλοσοφία που έθελγε το ανήσυχο πνεύμα του διανοούμενου αυτοκράτορα, ποτέ δεν έθρεψε τις μάζες αλλά μόνο η πίστη.



Ο Ιουλιανός ωστόσο παρόλα τα χτυπήματα και τις αντιξοότητες ένιωθε άτρομος, θεωρώντας ο ίδιος τον εαυτό του ως μετεμψύχωση του Μ. Αλεξάνδρου, μόνο που τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια. Μετά από έναν αποτυχημένο πόλεμο που τον οδήγησε στα βάθη της εχθρικής Περσίας διώκοντας τον βασιλιά της Σαπώρ κατέληξε ο ίδιος και οι λεγεώνες του διωκόμενοι. Τότε εκεί στην μακρινή ανατολή ήταν που τον επισκέφθηκε ξανά το πνεύμα της αυτοκρατορίας που τον είχε ωθήσει κάποτε στο Παρίσι να αναλάβει το θρόνο, μόνο που αυτή την φορά το φάντασμα είχε το δικό του πρόσωπο και είχε καλύψει με μαύρο πέπλο το κέρας της Αμάθειας, που σήμαινε ευτυχία. Ένα ξανθό παιδί του προμήνυσε στον ύπνο του ότι ο θεός Ηλιος τον εγκατέλειψε και ότι θα πέθαινε στην Φρυγία, όπως και έγινε. Ο αυτοκράτορας έπεσε βαρειά πληγωμένος πολεμώντας τους εχθρούς και ξεψύχησε τα μεσάνυχτα της 27ης Ιουνίου το έτους 363 και ενώ ψυχορραγούσε, λέγεται ότι πήρε αίμα από το τραύμα του, το πέταξε προς τον ουρανό και αναφώνησε: "Νενίκησας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε", σύμφωνα με τον εκκλησιαστικό ιστορικό και επίσκοπο Κύρου Θεοδώρητο. Την ίδια ώρα και ενώ πολλα χιλιόμετρα μακριά ο Μ. Βασίλειος ως επίσκοπος Καισαρείας, λειτουργούσε στον ίδιο ναό του αγίου Μερκουρίου, όπου άλλοτε εκτελούσε χρέη αναγνώστη προσποιούμενος τον χριστιανό ο νεαρός πρίγκιπας Ιουλιανός, τον είδε σε όραμα να ξεψυχά βαρειά πληγωμένος στα βάθη της Περσίας.



Ο «Γιος του Ήλιου» όπως του άρεσε να τον αποκαλούν, έζησε μόλις τριάντα δύο χρόνια και βασίλεψε είκοσι μόνο μήνες. Ήταν ένας δον Κιχώτης που κυνήγησε όλη του την ζωή μια χίμαιρα προσπαθώντας να αναβιώσει πίστεις που πολλές από αυτές είχαν πεθάνει πολύ προ της εμφανίσεως του Χριστιανισμού. Πήρε το ξόανο μιας θρησκείας που είχε ξεψυχήσει πριν ο ίδιος γεννηθεί, το έντυσε με λαμπρά ενδύματα και το περιέβαλε με την αυτοκρατορική του πορφύρα. Ο κόσμος όμως δεν το προσκύνησε αφού οι φανταχτερές στολές δεν αρκούν από μόνες τους για να προκαλέσουν δέος αλλά θέλουν και τον ανάλογο αέρα, αλλοιώς μοιάζουν αποκριάτικες.



Ωστόσο, όπως όλοι οι ρομαντικοί ήρωες του είδους του, που ζούνε με την άρνηση του εκάστοτε παρόντος και το όνειρο των περασμένων, παρότι έχασε στην ιστορία κέρδισε στον θρύλο.



Σημειώσεις



1) Κ. Κερενύι (1) Η επιστήμη της μυθολογίας, εκδ., Ιάμβλιχος, Αθήνα 1989, σελ., 181.

2) Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Λόγοι, 4,55 (P.G. 35, 577C). 3) Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού, 1, 580 ΑΒ: «Επι τον σταυρόν καταφεύγει και το παλαιόν φάρμακον, και τούτω σημειούται κατά φόβων».

4) Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού, 1, PG 35, 580 ΛΒ: «Εβδελύχθημεν, λέγων, ούκ εφοβήσαμεν……λέγει γαρ ταύτα και ειπών πείθει».



Βιβλιογραφία



Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, Κατά Ιουλιανού, 1, P.G. 35, 577C-580AB.

Σωζομενού, Εκκλησιαστική Ιστορία, PG 67, 1212D-1213A.

Ιαμβλίχου, Περί Μυστηρίων. 3,11.

Ιουλιανός φιλόσοφος, Άπαντα, εκδ., Κάκτος, 5 τομ. Αθήνα, χ.χ.

Στεφανίδου Β. Αρχμ., Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. Αστέρος, Αθήναι 1978.

Χάρισσον Τζέην Ελλεν, Τα Ορφικά Μυστήρια, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 1986.

Κερενύι Κ., Η επιστήμη της μυθολογίας, εκδ., Ιάμβλιχος, Αθήνα 1989.

Τσοπάνης Κωνσταντίνος, Ορφισμός και Χριστιανισμός, εκδ. Ιάμβλιχος, Αθήνα 2003.

Φιλιππίδου, Λ., Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι, 1958.

Ντοντς Ε.Ρ., Οι Έλληνες και το παράλογο, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα, 1996.

Juliano, Contra Los Galileos; Cartas y Fragmentos; Testimonios; Leyes, Gredos, Madrid, 1996.

Arce Javier, Estudios sobre el Emperador Fl. Cl. Juliano : fuentes literarias, epigrafνa, numismαtica, Consejo Superior de Investigaciones Cientificas, Instituto Rodrigo Caro de Arqueologia; 1984.

Vidal Gore, Juliano - El Apostata, Edhasa; 2001.

Salvater Fernando, Juliano en eleusis (misterio dramαtico en un prσlogo y dos retablos), Hiperion; 1981.

Serrano Rosa Sanz, Paganismo Tardio y Juliano El Apostata, Akal Ediciones; November 1993. Linforth I.M., The Corybantic Rites in Plato, Univer. Of California, Cal. 1946.

Server A., The Science of the Initiates, A Ready Hand-Book on the Ageless Wisdom, Question and Answers, New York 1934.

Gennep van, A., Les Rites de passage, 1909.

Eliade Mircea, Birth and Rebirth, 1958

---------------- , Rites and Symboles of Initiation, 1965.

Bleeker C.J., Initiation, 1965.



© 2004 Κ. Τσοπάνης www.archive.gr/news.





Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΑΣ....[.ΧΕΤΤΙΤΙΚΗ,ΚΑΡΙΚΗ,ΠΑΛΑΪΚΗ,ΛΟΥΒΙΚΗ]

Οι Γλώσσες της Ανατολίας (Γλώσσες της Μικράς Ασίας) είναι μια ομάδα εξαφανισμένων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ομιλούνταν στη Μικρά Ασία. Η καλύτερα μαρτυρημένη από αυτές είναι η Χεττιτική.
Κατάλογος γλωσσών της Ανατολίας:
Η ΠΑΛΑΪΚΗ

Η Παλαϊκή γλώσσα είναι μία από τις γλώσσες της Εποχής του Χαλκού της Β. Ανατολίας και ομιλείτο στην ΒΔ ζώνη της πολιτισμικής επικράτειας των Χιττιτών1. Ομοιάζει με την Χιττιτική γλώσσα και έγινε γνωστή χάρη σε λιγοστές πινακίδες της 2ης χιλιετίας Π.Κ.Ε., που ανακαλύφθηκαν στo Μπογιάζκιοϊ (Bogazköy), την αρχαία Χαττούσα το 1905. Η ακαδημαϊκή έρευνα υποδεικνύει ότι η γλώσσα ήταν ήδη εξαφανισμένη την περίοδο που γραφτηκαν οι πινακίδες. Το όνομα της γλώσσας προέρχεται από την πολή Παλά (Palā), στην περιοχή της Παφλαγονίας των κλασικών χρόνων και φαίνεται πως χρησιμοποιείτο σε λειτουργίες του θεού Ζιμπάρβα (Zibarwa)2. Υποδείχθηκε ως ανεξάρτητη Ινδοευρωπαϊκή γλώσσα από τον Εμί Φορρέ (Emil Forrer)3

 

Η παλαϊκή -όπως και η Χιττιτική- γραφόταν με σφηνοειδή γραφή και οι Παλαΐτες συγκαταλέγονταν στους Χιττιτικούς πληθυσμούς. H Χεττιτική η Λουβική και η Παλαϊκή μοιράζονται ορισμένα γραμματικά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται τα δύο γένη, το ένα από τα οποία συνδυάζει αρσενικό και θηλυκό γένος ως κοινό, ενώ το άλλο είναι ουδέτερο. Οι γραμματικές τους, επίσης, μοιράζονταν μια ενεργητική και μια μέση φωνή.
Η Χιττική και η Παλαϊκή φαίνεται πως επηρεάστηκαν από το κοινό υπόστρωμα της Χαττικής κατά την εποχή του αρχαίου χιττικού βασιλείου, όταν η Παλά, η Λουβίγια (Luwiya) και η Χαττούσα διαμόρφωναν τις τρεις μείζονες επαρχίες της χιττιτικής αυτοκρατορίας στην Ανατολία
===
Η ΧΙΤΤΙΤΙΚΗ
Με τον όρο Χιττιτική γλώσσα (ή χεττιτική) εννοούμε την νεκρή πλέον γλώσσα των Χιττιτών, ή Χετταίων, του λαού της χιττιτικής αυτοκρατορίας με επίκεντρο την αρχαία Χαττούσα (σύγχρονο Μπογιαζκιόι) της Ανατολίας (σημερινής Τουρκίας). Η γλώσσα χρησιμοποιείτο από το 1600 περ. Π.Κ.Ε. και προγενέστερα, έως το 1100 Π.Κ.Ε. Νεότερα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι Χιττιτική και οι συνδεόμενες γλώσσες συνέχισαν να ομιλούνται λίγους αιώνες μετά το 1100.
Η Χιττιτική είναι μία από τις πρωιμότερες επιβεβαιωμένες Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Οι πρώτοι φιλόλογοι που την μελέτησαν, κυρίως ο Γουόρεν Κάουγκιλ (Warren Cowgill), έκφρασαν την άποψη ότι θα έπρεπε να ταξινομηθεί ως αδελφή των Ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και όχι ως θυγατρική γλώσσα. Ωστόσο, σήμερα οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν την Χιττιτική ως παραδοσιακή θυγατρική γλώσσα της Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής, ενώ περαιτέρω μελέτες έδειξαν ότι τα ασυνήθη χαρακτηριστικά της οφείλονται κυρίως σε μεταγενέστερες ανανεώσεις.

Η λέξη "Χιττίτης" είναι σύγχρονη, και επιλέχθηκε μετά την (αμφισβητούμενη ακόμη) ταύτιση του βασιλείου της Χαττούσας με τους Χιττίτες που αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη.

Σε πολύγλωσσα κείμενα επιγραφών που ανασκάφθηκαν σε αρχαιολογικούς τόπους χιττιτικής προέλευσης, τα εδάφια που είναι γραμμένα στην Χιττιτική ακολουθούν το επίρρημα νεζίλιναζίλι), "(λόγος) της Νεζά", της δεύτερης πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας. Σε μία περίπτωση, η επιγραφή είναι Κανισουμνίλι, δηλ. "αυτό που ομιλείται στην Κανές", εναλλακτικό όνομα της ίδιας πόλης. Αν και η Χιττιτική αυτοκρατορία συγκροτείτο από ένα συνοθύλευμα εθνικών ομάδων με γλωσσικές ιδιαιτερότητες, φαίνεται πως η χιττιτική γλώσσα χρησιμοποιείτο στα περισσότερα κοσμικά κείμενα. Αν και οι ακαδημαϊκοί θεωρούν ότι ο όρος Χιττίτες δεν είναι ορθός, αναγνωρίζουν ότι είναι αργά και εν πολλοίς ανώφελο να αλλάξει ο προσδιορισμός σε "Νεζίτες". Σε μία από τις εκδόσεις της Wikipedia, την Ιταλική, ο όρος Χιττίτες έχει αντικατασταθεί από τον όρο Νεζίτες που κρίθηκε καταλληλότερο
==

Η ΚΑΡΙΚΗ

Η Καρική ήταν η μητρική γλώσσα του λαού της Καρίας. Ανήκει στην Ινδοευρωπαϊκή οικογένεια γλωσσών της Ανατολίας και έχει στενή συγγένεια με την γλώσσα της Λυκίας[1]. Έγινε γνωστή το 1982 με την αποκρυπτογράφηση του καρικού αλφάβητου από τον αιγυπτιολόγο J.D Ray. Ο Ray θεώρησε ότι τα γράμματα στο ελληνόμορφο Καρικό αλφάβητο προφέρονταν τελείως διαφορετικά από αυτά στο Ελληνικό[2].

 Το Καρικό αλφάβητο

Το Καρικό αλφάβητο[3] μοιάζει πολύ στο Ελληνικό αλλά οι αντιστοιχίες των γραμμάτων είναι πολύ διαφορετικές. Μόνο τα Α, Ο, Χ και Ϙ έχουν άμεση σχέση με τα αντίστοιχα Ελληνικά.

 Ενδεικτικό λεξιλόγιο


Καρική λέξηΕλληνική μετάφραση
alaίππος, άλογο
enμητέρα
esaμε
paraπαρά
qanκύων, σκύλος
sanαυτό, τούτο
sbκαι
tedπατέρας
tussulloiνάνοι, μικρόσωμοι
tumniaράβδος

šrquq | qtblemś | ybt | snn | orkn | ntro | pjdl
Ο Σρκυκ | (υιός) του Κυτβελημιου | προσέφερε | τούτο | το κύπελλο | στον Απόλλωνα | (ως) χάρισμα
πηγή Βικιπαιδεια
==
=====

Η ΛΟΥΒΙΚΗ

Η Λουβική ηταν μία γλώσσα που μιλούσαν πληθυσμιακές ομάδες που κατοικούσαν νοτια και νοτιοδυτικά στην περιοχή τών Χετταίων..πιθανόν να ειναι πρόγονος τής Λυκικής,και μία από τίς γλώσσες πού εχουν προταθεί,από τους επιστήμονες ειδικούς, πώς μιλούσαν οι Τρώες...πάντως οι εν λόγω πληθυσμοί καί η γλώσσα εξαφανίστηκαν το 600 π.χ.Οι ιδιοι επιστήμονες κάνουν διάφορες υποθέσεις και συνδέουν τά Λουβικά με Πελασγικά τοπωνύμια που υπάρχουν στην Ελλάδα..ας  πούμε στοιχεία οπως σσ,ττ,νθ και λέξεις οπως Παρνασσός,Λάρισσα,Ζάκυνθος κ.λ.π.χάνονται στα βάθη του χρόνου και η ετυμολογία τους ειναι δύσκολη[πάντα κατά τούς ειδικούς επιστήμονες],ενω συγχρόνως συναντώνται στα Λουβικά..παράδειγμα η λεξη Λάρισσα στήν Λουβικη σημαίνει τείχος,η ρίζα παρνα- σημαινει οικος κ.λ.π....τό παρακάτω κειμενο από ξενόγλωσση ιστοσελίδα..στην εικόνα φαίνονται οι περιοχες που μιλούσαν την Λουβική
ΕικόναLiteracy appeared during the Bronze Age in Anatolia (which corresponds to modern-day Turkey) in two very different ways. On one hand, the Cuneiform writing system of Mesopotamia was adopted to write the Hittite language. On the other hand, an indigenous writing system was invented to write the ancient Luwian language.
This script was originally mislabeled as Hieroglyphic Hittite, because it was discovered in the archives of the Hittitle capital of Hattusa (modern Boğazköy), but its decipherment eventually led to the conclusion that the language recorded was not Hittite, but a related language called Luwian. Hittite and Luwian both belonged to Anatolian subgroup of the Indo-European language family. According to Hittite sources, the Luwians were their neighbors, and they formed a kingdom called Arzawa in western and southern Anatolia where Luwian hieroglyphs likely originated. The Hittites adopted both the Luwian language and script for their own use. >[?
Hieroglyphic Luwian was used in the Hittite Empire between 1400 and 1200 BCE in addition to their cuneiform script. After the fall of the Empire, no evidence of Luwian existed for two hundred years. Then, at around 1000 BCE, new "Neo-Hittite" city-states appeared in Southern Anatolia and Northern Syria, and they left many Hieroglyphic Luwian inscriptions between 1000 and 700 BCE as the rulers of these cities were in fact ethnic Luwians but were related by blood to the Hittite aristocracy. Ultimately, the Assyrian Empire destroyed these city states and the Hieroglyphic Luwian tradition came to an end. However, the Luwian language endured, and possibly evolved into Lycian (although it is also possible that Hittite gave rise to Lycian).
The signs of Hieroglyphic Luwian can be divided into two categories: syllabograms which represent sounds, and logograms which represent words and morphemes. Some of the syllabograms are illustrated in the following chart:

Note that /z/ most likely stands for the affricate sound [ts].
As you can see, the script has a lot of homophonous signs, that is, signs with different appearance but sharing the same phonetic value. To distinguish homophonous signs while transcribing Hieroglyphic Luwian, diacritical marks and numeric subscripts are used. Hence, the acute and grave accents do not represent stress of any kind, but instead represent the second and third homophonous signs for a particular syllable. Subscripts start at 4 and represent the fourth and subsequent homophonous signs.
For example, sa, , , sa4, sa5 and sa6 all represent the same sound.
In addition to syllabograms, the Luwian script also used a set of logograms to represent words rather than sounds. These logograms are highly pictographic in that they resemble the words they represent.
One peculiarity of the system that scholars invented to represent Luwian logograms is to transcribe a logogram using the Latin word of the same meaning. Therefore, for example, the word /wawis/, which means "cow" in Luwian, is transcribed in scientific papers as BOS, the Latin word meaning "cow". Three logograms are transcribed with their actual Luwian phonetic value because they have no Latin correspondence.
The following is the list of Luwian logograms. Red text is the Latin transliteration, blue text is English meaning.

Very often a logogram is written with a phonetic complement, which is one or more syllabograms following the logogram elucidating the pronuncation of the logogram. Also, Luwian is an inflected language like Latin and Sanskrit, where different endings attached to the "stem" or basic form of a word modifies the meaning of the "stem". Hence, the logogram represents the "stem", and phonetic complements are used to spell out inflectional endings.
Some examples of phonetic complementation:

But it is also perfectly possible to spell these same words without logograms but instead completely with syllabograms:

The previous examples also illustrate a few spelling rules. As a syllabary, Luwian has no single-consonant signs to write consonants at the end of words or syllables. To write a single consonant, ancient Luwian scribes would use a syllabogram with the proper consonant, and by convention the vowel of the syllabogram is not "read". In transcription, parentheses are placed around the vowel to indicate that it is silent. In general, consonants not immediately preceding a vowel is written using syllabograms with muted vowels. This applies even for long sequences of consonants, such as istris above. The one exception is the consonant /n/, which is not written at all, such as the word "boundaries" which is spelled i-r(a/i)-hi-zi which should correspond to irhitsi but in reality is pronounced as in irhintsi.
Luwian was also written in a cuneiform script, and sometimes in side-by-side inscriptions with its close relative, Related Links